του Αλέξανδρου Αρβανιτάκη*
Ένα από τα μείζονα ζητήματα που αναδείχθηκαν στη φετινή ΔΕΘ είναι το ποιο από τα δύο κόμματα εξουσίας προσεγγίζει πιο αποτελεσματικά και μπορεί να εκφράσει τη μεσαία τάξη. Μια κοινωνική ομάδα η οποία λόγω του μεγέθους της και της διαχρονικής της συμπεριφοράς να μην ταυτίζεται συνολικά με μια πολιτική παράταξη αποτελεί τον κορμό των μετακινούμενων ψήφων που συχνά καθορίζουν το εκλογικό αποτέλεσμα.
Το μήλον της έριδος, λοιπόν, μεταξύ ΝΔ και ΣΥΡΙΖΑ αποτέλεσε την κύρια κοινωνική ομάδα στην οποία απευθύνθηκαν Μητσοτάκης και Τσίπρας, επιδιώκοντας να τη δελεάσουν πολιτικά και να αποσπάσουν την επιρροή της. Ο βαθμός αξιοπιστίας των προτάσεων τους δοκιμάζεται τόσο από το περιεχόμενο των μέτρων που πρότειναν για τη στήριξή τους στη μεσαία τάξη όσο, κυριότερα, από τα έως τώρα πεπραγμένα τους, για το ΣΥΡΙΖΑ αυτά της περιόδου 2015-2019 και για τη ΝΔ αυτά της τελευταίας διετίας ιδίως.
Ως προς την κυβέρνηση, παρότι η μεσαία τάξη αποτέλεσε έναν από τους καθοριστικούς παράγοντες που της έδωσαν την ευρεία εκλογική επικράτηση του 2019, υιοθετώντας σημαντικά μέτρα που ελάφρυναν τα μεσαία στρώματα από την υπερφορολόγηση που υπήρξε την περίοδο ΣΥΡΙΖΑ όπως η αύξηση του αφορολόγητου για τους ελεύθερους επαγγελματίες ή η προσωρινή μείωση της προκαταβολής φόρου, δείχνει ξεκάθαρα με τις στρατηγικές της επιλογές ότι επιθυμεί τη ριζική συρρίκνωση της μεσαίας τάξης.
Πιο συγκεκριμένα, η εκπεφρασμένη βούληση της κυβέρνησης Μητσοτάκη διαμέσου της έκθεσης Πισσαρίδη, που αποτελεί το «ιερό κείμενο» με δεκάδες «μεταρρυθμίσεις» και παρεμβάσεις στη δομή και της λειτουργίας της οικονομίας και κοινωνίας, είναι ο εξανδραποδισμός των μεσαίων στρωμάτων και η μετατροπή τους σε μισθωτούς μεγάλων ομίλων. Η συγκέντρωση της αγοράς διαμέσου του σαρώματος των μικρομεσαίων προκρίνεται με μια στρατηγική «καρότου και μαστιγίου» όπου καρότο είναι η πρόσβαση σε χρηματοδοτήσεις όπως το Ταμείο Ανάκαμψης, το ΕΣΠΑ ή το τραπεζικό σύστημα και μαστίγιο η εφαρμογή του νέου Πτωχευτικού Κώδικα. Μικρομεσαίες επιχειρήσεις που θα συγχωνευτούν, όπως δήλωσε και πρόσφατα ο αρμόδιος υπουργός Ανάπτυξης Άδωνις Γεωργιάδης, θα έχουν τη δυνατότητα να χρηματοδοτήσουν τα επενδυτικά τους σχέδια ενώ οι υπόλοιποι θα αποκλειστούν από αυτές τις πηγές ρευστότητας και θα υποστούν τις δαμόκλειες ρυθμίσεις του Πτωχευτικού που οδηγεί σε εξαφάνιση τουλάχιστον 200.000 επιχειρήσεις την πρώτη περίοδο εφαρμογής του.
Είναι σαφές ότι μέτρα τα οποία τύποις απευθύνονται στη μεσαία τάξη όπως η αύξηση του αφορολογήτου σε 800.000 ευρώ ανά γονέα και ανά παιδί (αλήθεια, πόσες «μεσαίες» οικογένειες έχουν τέτοια πριουσία;) ή η κατάργηση του συμπληρωματικού ΕΝΦΙΑ που αφορά κυρίως ακίνητα με εμπορική χρήση (π.χ. κατοικίες προς ενοικίαση) δεν αναιρούν τον πυρήνα της στρατηγικής Μητσοτάκη για τη συρρίκνωση της μεσαίας τάξης.
Στην πλευρά ΣΥΡΙΖΑ τα πράγματα είναι εξίσου προβληματικά. Ο Τσίπρας εκτιμά ότι ακολουθώντας μια πολιτική πλειοδοσίας σε μέτρα φορολογικής ελάφρυνσης θα επιτύχει να επαναπροσεγγίσει τους μικρομεσαίους, στην πραγματικότητα το μόνο που πετυχαίνει είναι να υπενθυμίζει την οδυνηρή περίοδο 2015-2019 όπου η υπερφορολόγηση αποτέλεσε ξεκάθαρη πολιτική επιλογή της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ, όπως δήλωσε σχετικά και ο Ευκλείδης Τσακαλώτος που μίλησε για «ταξική επιλογή». Η αύξηση των φορολογικών συντελεστών, του ΦΠΑ και της προκαταβολής φόρου αλλά ιδίως το ασφαλιστικό νομοσχέδιο Κατρούγκαλου, που παρότι φαινομενικά ευνοούσε το 80% των ασφαλισμένων ελεύθερων επαγγελματιών και επιστημόνων που βρίσκονταν χαμηλά στη φορολογική κλίμακα, συνέτριβε οικονομικά οσους δήλωναν εισοδήματα άνω των 20.000 ευρώ και λειτουργούσε ως ένα απόλυτο αντικίνητρο ανάπτυξης και αύξησης των εισοδημάτων, αποτέλεσαν τις βασικότερες επιλογές της κυβέρνησης Τσίπρα που διέρρηξαν τις σχέσεις ΣΥΡΙΖΑ και μικρομεσαίων και τους ώθησαν στην αγκαλιά του Μητσοτάκη.
Ακόμα και σήμερα όμως, ο ΣΥΡΙΖΑ δείχνει ότι δεν αντιλαμβάνεται τον κομβικό ρόλο των μικρομεσαίων στην ελληνική οικονομία και κοινωνία. Η παντελής απουσία πρότασης ενός παραγωγικού μοντέλου, ως απάντηση στην έκθεση Πισσαρίδη, στο οποίο οι μικρομεσαίοι θα έχουν έναν σαφή και ξεκάθαρο ρόλο ως προς το πού επιδιώκει ο ΣΥΡΙΖΑ να πάει η ελληνική οικονομία τα επόμενα χρόνια καταδεικνύει την αδυναμία του Τσίπρα να προσεγγίσει τα πιο παραγωγικά και δυναμικά στρώματα της ελληνικής κοινωνίας. Προτάσεις για φορολογικές ελαφρύνσεις ή διαγραφή χρεών πέραν ότι προκαλούν θυμηδία γιατί θυμίζουν τις ανεκπλήρωτες υποσχέσεις του Τσίπρα την εποχή 2012-2015, δεν απαντούν στο βασικό ερώτημα που τίθεται για τη βιωσιμότητα της σημερινής «ελληνικής ιδιαιτερότητας» όπου 40% του εργατικού δυναμικού της χώρας, ποσοστό τριπλάσιο του ευρωπαϊκού μέσου όρου, είναι ελεύθεροι επαγγελματίες και επιστήμονες. Μια ιδιαιτερότητα που τα τελευταία 10 χρόνια, αρχικά με τα Μνημόνια και αισίως με την έκθεση Πισσαρίδη, τίθεται στο στόχαστρο ως βασική αιτία της παραγωγικής αδυναμίας της χώρας να διεκδικήσει το μερίδιο που της αναλογεί στον παγκόσμιο καταμερισμό εργασίας και κεφαλαίων.
Η διαμόρφωση ενός σχεδίου παραγωγικής και οικονομικής ανασυγκρότησης της πατρίδας μας περνάει μέσα από τη στήριξη της μεσαίας τάξης με ανάδειξη και αξιοποίηση των συγκριτικών πλεονεκτημάτων κάθε γωνιάς της Ελλάδας, με χρηματοδοτική στήριξη, με διευθέτηση του ιδιωτικού χρέους προς το δημόσιο και τις τράπεζες, με τη δημιουργία προγραμμάτων κατάρτισης και επανακατάρτισης του εργατικού δυναμικού, με τη συγκράτηση των νέων επιστημόνων εντός των τειχών. Αλλά για αυτό θα επανέλθουμε αναλυτικά σε επόμενο σημείωμά μας.
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Χριστιανική» 30.09.2021
*Πολιτικός Επιστήμων – Διεθνολόγος, Αναπλ. Γραμματέας Δημοκρατικής Αναγέννησης