Με αφορμή τις κυβερνητικές ανακοινώσεις αναφορικά με την ανακοίνωση της ΕΛΣΤΑΤ για τα εισοδήματα του 2020, το γραφείο τύπου της Δημοκρατικής Αναγέννησης εξέδωσε την ακόλουθη ανακοίνωση:
«Προκαλούν οι κυβερνητικοί πανηγυρισμοί με αφορμή την ανακοίνωση της ΕΛΣΤΑΤ για τα εισοδήματα του 2020 όπου, μεταξύ άλλων εξαιρετικά δυσμενών στοιχείων, καταγράφεται η αύξηση του διαθέσιμου εισοδήματος για το Α’ τρίμηνο του 2022 σε σχέση με πέρυσι.
Η κυβέρνηση δια στόματος του αρμόδιου υπουργού Οικονομικών κ. Σταϊκούρα εστιάζει στο ότι «το ακαθάριστο διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών το πρώτο τρίμηνο του 2022 αυξήθηκε κατά 3,8% σε σχέση με το αντίστοιχο περυσινό τρίμηνο» ως απόδειξη ότι η οικονομική πολιτική της κυβέρνησης συμβάλλει «σημαντικά στη στήριξη του διαθέσιμου εισοδήματος των νοικοκυριών». Παρότι ο κ. Σταϊκούρας αναφέρεται στις «σημαντικές πιέσεις στους οικογενειακούς προϋπολογισμούς – κυρίως των πιο αδύναμων πολιτών – που προκαλεί η άνοδος του πληθωρισμού», εκτιμά ότι αυτές αμβλύνονται από τις κυβερνητικές πολιτικές.
Αυτή η παραδοχή του υπουργού Οικονομικών ουσιαστικά αναιρεί το κυβερνητικό επιχείρημα για πραγματική αύξηση του εισοδήματος των πολιτών. Ο πληθωρισμός που εξαϋλώνει την αύξηση του κατώτατου μισθού, που τόσο προβάλλει η κυβέρνηση, και ιδίως η πολλαπλάσια αύξηση του Δείκτη Καταναλωτή σε βασικά προϊόντα διαβίωσης καταδεικνύουν τη μεγάλη μείωση των πραγματικών εισοδημάτων των πολιτών.
Την ίδια στιγμή η κυβέρνηση προτιμά να αγνοεί τους κινδύνους για την κοινωνική συνοχή που αναδεικνύει η έρευνα της ΕΛΣΤΑΤ. Σχεδόν έναν στους επτά Έλληνες στερούνται την πρόσβαση σε τουλάχιστον το ήμισυ αγαθών και υπηρεσιών πρώτης ανάγκης. Το 2020, έτος κατά το οποίο η κυβέρνηση διακηρύσσει ότι προστατεύθηκε η κοινωνική συνοχή από τις επιπτώσεις της υγειονομικής κρίσης, η βελτίωση στο συγκεκριμένο δείκτη για τις παραγωγικές ηλικίες 18-64 ετών ήταν μόλις 0,7%.
Την ίδια στιγμή η αύξηση του διαθέσιμου εισοδήματος οδήγησε στο παράδοξο να αυξάνεται το ποσοστό του συνολικού πληθυσμού σε κίνδυνο φτώχειας στο 19,6% του συνολικού πληθυσμού, αυξημένο κατά 1,9% σε σχέση με το προηγούμενο έτος. Αυτό το «παράδοξο» οφείλεται στη διαρκώς αυξανόμενη ψαλίδα μεταξύ πλουσίων και φτωχών, με την προλεταριοποίηση όλων και περισσότερων συμπολιτών μας.
Η αύξηση του μέσου εισοδήματος, που συντελείται κυρίως λόγω της αύξησης των εισοδημάτων των ανώτερων στρωμάτων, ανεβάζει το κατώφλι της φτώχειας (υπολογίζεται στο 60% του μέσου διαθέσιμου εισοδήματος όλου του πληθυσμού) στο οποίο βρίσκονται όλο και περισσότεροι συμπολίτες μας.
Η επιλεκτική χρήση των στοιχείων της ΕΛΣΤΑΤ για λόγους πολιτικής προπαγάνδας είναι πολύ χρήσιμη για την κυβέρνηση αλλά δυστυχώς για εκείνην προσκρούει στη σκληρή κοινωνική πραγματικότητα. Μια πραγματικότητα στην οποία παρατηρείται αφενός όλο και μεγαλύτερο χάσμα μεταξύ των ανώτερων και των κατώτερων εισοδηματικά στρωμάτων της κοινωνίας και αφετέρου συμπιέζεται η πραγματική αγοραστική δύναμη των πολιτών παρά τις ονομαστικές αυξήσεις μισθών υπό το βάρος της τεράστιας ακρίβειας που υφίστανται οι καταναλωτές.
Απαιτούνται άμεσες παρεμβάσεις για ουσιαστική αντιμετώπιση του οικονομικού χάσματος μεταξύ των πολιτών που δοκιμάζει την κοινωνική συνοχή. Πολιτικές που θα κινούνται σε αντίθετη κατεύθυνση από τις κυβερνητικές πρακτικές που διευρύνουν το κοινωνικό χάσμα και εντείνουν τις κοινωνικές ανισότητες».