του Αλέξανδρου Αρβανιτάκη
Υπάρχουν, ειδικά για την Ελλάδα, πολλαπλές πηγές ρευστότητας, πέραν της έκδοσης ευρωομολόγου.
Η υιοθέτηση ενός κοινού ομολόγου θα φέρει περαιτέρω μεταφοράς δημοσιονομικής κυριαρχίας σε ευρωπαϊκό επίπεδο, μέσω ενός Ευρωπαίου υπουργού προϋπολογισμού.
Άλλωστε αυτή την προϋπόθεση είχε θέσει προ ετών ο Σοιμπλε σε ανάλογες συζητήσεις στο παρελθόν περί ευρωομολόγου.
Το πρόσφατο φιάσκο με τον ευρωπαϊκό προϋπολογισμό και η διαχρονική στάση των Ευρωπαίων “εταίρων” μας απέναντι στις ελληνικές υποθέσεις δεν δημιουργούν εμπιστοσύνη και αισιοδοξία ότι ο στενότερος ευρωπαϊκός έλεγχος στα οικονομικά των κρατών μελών θα είναι προς το συμφέρον της Ελλάδος.
Ως προς τις πολλαπλές πηγές ρευστότητας ενδεικτικά θα αναφέρω:
1. Δυνατότητα έκδοσης ομολόγων με ελληνικό δίκαιο και αγοράς τους από το κοινό αλλά και την ΕΚΤ (δέσμευση για αγορές έως 15 δις μέσω QE).
2. “Μαξιλάρι ρευστότητας” ύψους 37 δις από υπόλοιπο Μνημονίου 3 και εκδόσεων ομολόγων μετά το 2018.
3. Αξιοποίηση άτοκου ή χαμηλότοκου δανεισμού μέσω ΕΤΕΑΝ προς μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις (άμεση αποδέσμευση των σχετικών κονδυλίων από τις συστιμικές τράπεζες), η σχετική ρευστότητα φτάνει στα 4 δις ευρώ.
4. Δυνατότητα δανεισμού από τα ταμειακά διαθέσιμα των Νομικών Προσώπων του Δημοσίου, άνω των 30 δις, μέσω εντόκων γραμματίων.
5. Αναπροσανατολισμός των υπολοίπων του ΕΣΠΑ, του οποίου η δυνατότητα συμβασιοποίησης ολοκληρώνεται τέλος του 2020, εξ’ ολοκλήρου σε δράσεις στήριξης της μισθωτής απασχόλησης, των ανέργων (ιδίως των μακροχρόνιων) και των αυτοαπασχολουμένων.
Τέλος, η πρόσβαση στον ESM, χωρίς μνημόνια και προϋποθέσεις, είναι προτιμότερη από την φεντεραλιστική φαντασίωση του ευρωομολόγου.