Υπάρχει Δημοκρατικός Πατριωτικός χώρος;

του Θεόδωρου Ε. Παντούλα

Γ.Γ. της Δημοκρατικής Αναγέννησης

Το ερώτημα του τίτλου είναι ρητορικό. Τα Συλλαλητήρια για την Μακεδονία, που στην πραγματικότητα υπονομεύτηκαν από όλα τα κόμματα, αν κι εκ των υστέρων ορισμένα σύρθηκαν με βαριά καρδιά σε αυτά, δείχνουν ότι υπάρχει ένας κόσμος που δεν εκπροσωπείται από το παλαιοκομματικό σύστημα και τις ντροπιαστικές συναλλαγές του.

Οι άνθρωποι των Συλλαλητηρίων, προφανώς, έχουν διαφορετικές αφετηρίες και διαδρομές αλλά έχουν κοινό παρανομαστή. Γι’ αυτό και συναντώνται σε αυτό που τους υπερβαίνει. Συναντώνται στον χώρο της μνήμης, της ιστορίας και της γλώσσας. Στον χώρο των μικρών κοινοτήτων και της μεγάλης πατρίδας μας. Στον χώρο που η ταυτότητα δεν είναι βαρίδι αλλά σκευή και περηφάνια.

Αυτοί όλοι οι υπαρκτοί άνθρωποι, όταν δεν ιδιωτεύουν απελπισμένοι από την μικροπολιτική των διεκπεραιώσεων, είναι κατακερματισμένοι σε μικρότερες συλλογικότητες, που δεν καταφέρνουν να εξέλθουν από τον περίγυρό τους ή σπαταλώνται στην αρένα του διαδικτύου. Οι δυνάμεις του παλαιοκομματισμού τους χλευάζουν και τους λοιδωρούν. Είναι ο «ετερόκλητος όχλος», που είπε ο πρώην πρωθυπουργός κι όσοι -συμπολιτευόμενοι ή και καλά «αντιπολιτευόμενοι»- κατακρίνουν αφ’ υψηλού τους πολίτες δείχνοντας πόσο έχουν ξεκορμίσει απ’ εκείνους που υποτίθεται ότι διακονούν.

Γι’ αυτό και δεν χρειάστηκε να γίνει Δημοψήφισμα για ένα μείζον εθνικό ζήτημα. Η εθνική «αντιπροσωπεία» στρατωνισμένη, ενίοτε κι εξωνημένη, ήξερε «καλύτερα» κι αποφάσισε ερήμην του λαού να συνταχθεί με τον ξένο παράγοντα. Άλλωστε στο τελευταίο Δημοψήφισμα με το αδιευκρίνιστο ερώτημα, ήταν πολύ ξεκάθαρη και η απάντηση και η περιφρόνησή της.

Κι ενώ η σύμπραξη των λεγόμενων πατριωτικών κινήσεων, είναι ένα χρόνιο ζητούμενο, παραμένει… ζητούμενο, που κατ’ εξακολούθηση υποσκάπτεται από τις συμπεριφορές όσων ο εγωισμός είναι, εντέλει, υπέρτερος του πατριωτισμού τους.

Επιπλέον υπάρχει και μια πλημμελής συνεννόηση σχετικά με τα μείζονα πολιτικά διακυβεύματα, που πρέπει να υπηρετηθούν από πρόσωπα και ομάδες που, συνήθως, πλειοδοτούν σε εθνικές κορώνες αλλά υποτιμούν τις κοινωνικές παραμέτρους της πολιτικής. Που επικαλούνται, δηλαδή, ιδέες αλλά παραβλέπουν τους ανθρώπους που θα τις ενσαρκώσουν. Γι’ αυτό λ.χ., ενώ οι πάντες σχεδόν έχουν άποψη για το υπέδαφος της χώρας, επικρατεί σχεδόν αφωνία για το ίδιο το έδαφος, που σταδιακά περιέρχεται σε χαρτοφυλάκια ξένων τραπεζών.

Η αποστροφή μας για όσους υπηρέτησαν και υπηρετούν αυτές τις πολιτικές υποτέλειας, δεν μας οδηγεί σε παραίτηση αλλά σε εγρήγορση, ώστε η ανοχή ή η απογοήτευση να μην μεταφραστούν σε συναίνεση.

 

Τα τελευταία χρόνια η Δημοκρατική Αναγέννηση αποσύρθηκε, όχι τόσο από την πολιτική, όσο από την εκλογική διαδικασία. Δυστυχώς οι κινήσεις των ανθρώπων του «χώρου», που στο μεταξύ δεν έκαναν μεταξύ τους  χωριό, όχι μόνο δεν κατάφεραν να συγκροτήσουν κάτι στοιχειωδώς σοβαρό, αλλά με την απουσία τους επέτρεψαν την συκοφάντηση και τον διασυρμό του πατριωτισμού από ακραία στοιχεία.

Αυτή η απουσία, εντέλει, έριξε νερό στον μύλο του παλαιοκομματισμού, που κουκουλώνοντας την αποδοκιμασία της αποχής, μακροημερεύει κάνοντας χρήση των κομματικών στρατευμάτων του και της απουσίας αξιόπιστης αντιπολιτευτικής πρότασης.

Ως Δημοκρατική Αναγέννηση προσερχόμαστε πάντοτε με καλή προαίρεση σε συνομιλίες με όσους αυτοτοποθετούνται στον πατριωτικό χώρο, τον οποίο εξ ορισμού εμείς τον θεωρούμε δημοκρατικό. Μετά από την πρόσφατη ανασυγκρότησή μας και με απόφαση των οργάνων μας θα συνεχίσουμε να συνομιλούμε και να συμπράττουμε με όσους πολιτεύονται με ανιδιοτέλεια.

Οι πυλώνες της πολιτικής μας δράσης παραμένουν η υπεράσπιση της συλλογικής μας ιδιοπροσωπίας, το δημόσιο συμφέρον και η παραγωγική ανασυγκρότηση, που προφανώς δεν αφορά μόνο την οικονομία…

Θεωρούμε υποχρέωσή μας να συνεχίσουμε να εργαζόμαστε σε αυτές τις κατευθύνσεις. Και να κάνουμε ξεκάθαρο ότι αυτές οι κατευθύνσεις δεν υπηρετούνται ούτε με ευκαιριακές λυκοφιλίες ούτε με συναλλαγές κάτω από το τραπέζι.

Θεωρούμε επίσης χρέος μας, παρά τις δυσκολίες, να είμαστε και εκλογικά παρόντες για να δώσουμε μαρτυρία ενός άλλου ήθους, δηλαδή ενός ελληνικού ύφους, ενός ύφους που σκύβει όταν προσεύχεται κι όχι όταν πολιτεύεται.

Scroll to Top