του Φώτη Καφουσόπουλου*
Ενόψει των συζητήσεων σε ευρωπαϊκό επίπεδο αναφορικά με το δημόσιο χρέος, τίθενται επί τάπητος μια σειρά από κρίσιμα ζητήματα που θα χρειαστεί να λάβει υπόψη της η κυβέρνηση για την διεξαγωγή της διαπραγμάτευσης. Ένα πρώτο ζήτημα αφορά το είδος της καθαυτής συμφωνίας. Για ακόμα μια φορά θα υπάρξει αναμέτρηση χωρών Βορρά-Νότου με τις πρώτες να ζητούν τιθάσευση του δημοσίου χρέους και τις δεύτερες περισσότερο χρόνο δημοσιονομικής χαλάρωσης και γενικότερη χαλάρωση του κανόνων. Είναι γεγονός πως υπάρχουνε φωνές στην Ευρώπη που δέχονται ως μη ρεαλιστικό τον στόχο για δημόσιο χρέος κάτω του 60% του ΑΕΠ. Είναι επίσης γεγονός πως η χώρα μας, που αυτή τη στιγμή έχει δημόσιο χρέος 205,6% (2020), θέλει δεκαετίες για να φτάσει στο όριο αυτό. Συνεπώς, η χώρα θα πρέπει να συνταχθεί προφανώς αναφανδόν με τη θέση για περισσότερο χρόνο δημοσιονομικής χαλάρωσης και για την γενικότερη χαλάρωση του πλαισίου. Προτάσεις που έχουν πέσει στο τραπέζι αφορούν την εξαίρεση από το δημόσιο χρέος δαπανών για την μείωση του ανθρακικού αποτυπώματος, κα.
Ένα δεύτερο ζήτημα αφορά τα περιθώρια συμβιβασμών, καθώς την χώρα δεν την συμφέρει οι διαπραγματεύσεις να έρθουν σε ρήξη (η μη επίτευξη συμφωνίας θα φέρει αναταράξεις στις αγορές που θα πλήξουν κυρίως τα ασθενή μέλη της Ευρωζώνης). Το τελευταίο που χρειάζεται η χώρα είναι να σταματήσει απότομα ο κύκλος χαμηλών επιτοκίων λόγω ναυαγίου στις συνομιλίες. Ωστόσο, θα πρέπει να επιτευχθεί συμφωνία υπό συγκεκριμένους όρους. Σε περίπτωση που συμφωνηθεί συγκεκριμένο χρονοδιάγραμμα πλεονασμάτων, αυτό θα πρέπει να είναι υπό την αίρεση της ανάπτυξης. Η χώρα έχει πληρώσει ακριβά την καταστροφική οικονομική πολιτική της κυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ 2011-2012, που συμπίεζε τον προϋπολογισμό ενώ η οικονομία βρισκόταν σε ύφεση, επιλογή που τη βύθιζε σε ακόμα μεγαλύτερη ύφεση. Θα πρέπει να απαιτηθεί το πλεόνασμα να προκύπτει από την ανάπτυξη και σε περίπτωση ύφεσης να γίνονται οι ανάλογες προσαρμογές. Επίσης , είναι σημαντικό η χώρα να διοχετεύει μέρος από τα δημοσιονομικά πλεονάσματα σε επενδύσεις που θα ενισχύουν το ουσιαστικό παραγωγικό δυναμικό της χώρας και θα υποστηρίζουν μια βιώσιμη ανάπτυξη σε βάθος ετών.
Τέλος, το τρίτο ζήτημα αφορά την αποφυγή μαξιμαλιστικών θέσεων. Κόμματα κυρίως από την Αριστερά και της «περήφανης διαπραγμάτευσης» επιδίδονται σε «δημοσιονομικό λαϊκισμό» προβάλλοντας στο δημόσιο διάλογο θέσεις περί αναδιάρθρωσης του δημοσίου χρέους μέσω κουρέματος τμήματός του. Είναι προφανές ότι το δημόσιο χρέος είναι σημαντικά υψηλό αλλά η εξυπηρέτηση του κρίνεται κατά βάση από το ύψος των επιτοκίων. Όσο τα επιτόκια είναι χαμηλά και όσο η οικονομία αναπτύσσεται και κερδίζει πόντους εμπιστοσύνης από τις αγορές, τόσο το χρέος θα μειώνεται σταδιακά. Το αίτημα της αναδιάρθρωσης ή ενός κουρέματος είναι αχρείαστο και άκαιρο την δεδομένη στιγμή, καθώς αφενός δεν θα γίνει έτσι και αλλιώς αποδεκτό από τους εταίρους με κίνδυνο να τορπιλίσει τις συνομιλίες και αφετέρου θα στείλει το λάθος μήνυμα στις αγορές.
Συνοψίζοντας, η θέση μας για την κατάσταση του χρέους βραχυπρόθεσμα πρέπει να είναι η επιδίωξη για την σταδιακή μείωση του μέσα από τα πλεονάσματα που θα γεννά η ανάπτυξη της οικονομίας αλλά και η αξιοποίηση των χαμηλών επιτοκίων από τις αγορές ομολόγων λόγω της στήριξης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (πρόγραμμα PEPP). Το ζητούμενο είναι να αυξάνεται το ΑΕΠ, παρονομαστής στη σχέση Χρέος/ΑΕΠ και να επιτυγχάνεται στον αριθμητή (Χρέος) μια σταδιακή μείωση, μέσω και της αποπληρωμής παλαιότερου χρέους με υψηλότερο επιτόκιο (ΔΝΤ, μνημόνιο 1). Αυτό που χρειάζεται η χώρα είναι να υπάρχει ηρεμία και ομαλή εφαρμογή της οικονομικής πολιτικής χωρίς μαξιμαλισμούς και έξωθεν παρεμβάσεις για νέα λιτότητα. Εφόσον ευοδωθεί ο παραπάνω στόχος, τότε η χώρα θα αποκτήσει βαθμούς ελευθερίας και θα μπορεί να θέσει τις βάσεις για την πλήρη απεμπλοκή της από την ενισχυμένη εποπτεία, ο οποίος πρέπει να είναι ο στρατηγικός δημοσιονομικός μας στόχος ως χώρα εντός των επόμενων ετών.
* Τομεάρχης Οικονομικών Δημοκρατικής Αναγέννησης – Διεθνολόγος