ΠΑΓΚΟΣΜΙΟΠΟΙΗΣΗ: «Σκότωσε» πολιτικούς και πολιτική!

του Ευάγγελου Νιάνιου*

Συνέντευξη του καθηγητή ArnaudBenedetti* στον EtienneCampion

[Αυτό που ξέραμε να το ξεχάσουμε: Δεν υπάρχει πλέον Δεξιά και Αριστερά. Το ζούμε στην Ελλάδα με την προδοτική Συμφωνία των Πρεσπών, την «πράσινη επανάσταση», τη σεξουαλική αγωγή στα σχολεία και τα συναφή. Είναι η εποχή των «κατηγορικών προσταγών» που λέγεται ατζέντες. Ετοιμάζονται από υπερκρατικές οντότητες (ΟΗΕ, ΕΕ, ΝΑΤΟ, Ευρωπαϊκό Δικαστήριο…) και αφορούν στην απολιγνιτοποίηση – όρος που αρέσει στον πρωθυπουργό -, την προώθηση της θεωρίας του γένους -καταργώντας τη βιολογία -, τη νόθευση του μαθήματος των θρησκευτικών, δηλαδή της πατριδογνωσίας ή το Αιγαίο…Κατά τα άλλα, το Σύνταγμα παραμένει εν ισχύι και σεις και γω, σε ρόλο κομπάρσου, συνεχίζουμε να ψηφίζουμε… Ε.Δ.Ν.]

“Καθώς η αυτονομία του πολιτικού εξανεμίστηκε και η ικανότητά του να δίνει νόημα επίσης αποδυναμώθηκε, όλη η παρουσία του ως αξία και ενσάρκωση δεν έχει πλέον αντίκρισμα.”

 

Marianne: Γιατί γράψατε αυτό το βιβλίο – «Πώς πέθαναν οι πολιτικοί;” –όταν αυτοί κυριαρχούν στην κοινή γνώμη λόγω των προεδρικών εκλογών;

Arnaud Benedetti: Ένα διπλό φαινόμενο -παρά την ενημερωτική δυναμική των προεκλογικών συζητήσεων στην οποία αναφέρεστε- με εντυπωσιάζει: η συνεχής επιδείνωση της εικόνας των πολιτικών, ιδίως στη Γαλλία, όπως αποδεικνύεται από πολυάριθμες μελέτες κοινής γνώμης. Εξάλλου η εκλογική δυσαρέσκεια, συνεχίζεται εδώ και πολλά χρόνια, χαρακτηριστικό παράδειγμα της οποίας ήταν οι τελευταίες περιφερειακές εκλογές [με συμμετοχή περίπου το ένα τρίτο των πολιτών]. Αυτά είναι δύο συμπτώματα μιας πολιτικής κρίσης στη δημοκρατική της έννοια. Θέλησα να αντιμετωπίσω το εξής ερώτημα: πώς φτάσαμε σε τέτοιο σημείο αηδίας, η οποία συναγωνίζεται στην κοινή γνώμη την οργή και την αδιαφορία;

Για να κατανοήσουμε αυτό το αίσθημα απόρριψης της πολιτικής, είναι απαραίτητο να εντοπίσουμε τους παράγοντες της παρακμής και να ταυτοποιήσουμε τις συνέπειές της. Πρωτίστως την ουσία της πολιτικής. Οι μεγάλοι συγγραφείς πολιτικής φιλοσοφίας μας εξηγούν ότι αυτή επικεντρώνεται γύρω από τρεις αποστολές: αποφασίζω ή διατάζω (Raymond Aron, μεταξύ άλλων), συζητώ ή σκέφτομαι ( Hannah Arendt αποκρυπτογραφώντας την ελληνική πόλη), πολεμώ ορίζοντας τον αντίπαλο (Carl Schmitt).

Στα έθνη-κράτη, γινόμαστε μάρτυρες ταυτόχρονα κατακερματισμού της εξουσίας και απαξίωσης των κυριαρχιών υπό την επίδραση μιας τριπλής διαδικασίας: της αύξησης της αλληλεξάρτησης, αυτό που καλούμε «παγκοσμιοποίηση», τηςανάδυσης νέων, ισχυρών και διεθνικών οργανισμών (όπως οι GAFAM ή μεγάλα ταμεία διαχείρισης) που έρχονται να ανταγωνιστούν πολιτικά και οικονομικά τα κράτη. Και, τέλος, του τεχνοκρατισμού των δημοσίων υποθέσεων που εξαιρεί έναν ορισμένο αριθμό θεμάτων από τη σφαίρα του προβληματισμού.

Αυτό το τριπλό κίνημα διαβρώνει τον πολιτικό σε δύο από τις θεμελιώδεις αποστολές της: την τέχνη της διοίκησης και την τέχνη της συζήτησης. Η φιλελεύθερη δημοκρατία, γεννημένη από αυτή τη σύζευξη κυριαρχίας και διαβούλευσης, είναι σαν να εκτοξεύεται από ανώτερες δυνάμεις που τη διαλύουν. Στη Γαλλία, μια χώρα του πολιτικού στην ουσία, αυτή η κρίση παίρνει de facto μια πιο έντονη τροπή, επειδή είναι το κράτος που στη μακρόχρονη ιστορία μας διαμόρφωσε την εθνική κοινωνία και ρύθμισε τα πάθη της πόλης.

«Η  πολιτική δεν είναι αυτό που ήταν», γράφετε. Από πότε και γιατί;

Είναι ένας αδυσώπητος μηχανισμός που ανατρέπει τον πολιτικό. Αυτός γίνεται, θα λέγαμε, «ψευδαίσθηση». Στο δεύτερο μισό του 20ου αιώνα, ο Jacques Ellul είχε  παρουσιάσει αυτό το φαινόμενο όταν έγραψε το L’Illusion politique , έργο προδρομικό με την αυτοψία της αγωνίας του πολιτικού. Με τι έχουμε να κάνουμε; Από τη μια, με μια μορφή αδυναμίας: οι κυβερνήσεις γίνονται γρανάζια προσαρμογής σε πιο παγκόσμια φαινόμενα, χωρίς άλλο περιθώριο ελιγμών εκτός από αυτό της προσαρμογής της δράσης τους σε διαδικασίες που τους διαφεύγουν: οικονομία, τεχνική, κανόνες κ.λπ. .

Αυτή η αντίληψη της αδυναμίας τροφοδοτεί αφενός την κρίση εκπροσώπησης, – η αυξανόμενη αποχή στη Γαλλία αποτελεί το πιο οξυμένο παράδειγμα – και, αφετέρου, την υποβάθμιση του πολιτικού προσωπικού, που δεν προσελκύει πλέον απαραίτητα την αριστεία και το ταλέντο. Το πάθος για την πολιτική που χαρακτηρίζει τη Γαλλία κάνει αυτή την παρακμή ακόμη πιο βίαιη. Ετσι,η κρίση των κίτρινων γιλέκων δεν ήταν ένα αντιπολιτικό κίνημα. Αντίθετα, εξέφρασε ένα αίτημα για πολιτική, μια απαίτηση επιστροφής του ελέγχου σε κοινωνίες που έχουν χάσει τον έλεγχο του πεπρωμένου τους. Καθώς η αυτονομία του πολιτικού εξανεμίστηκε και η ικανότητά του να δίνει νόημα επίσης αποδυναμώθηκε, όλη η παρουσία του ως αξία και ενσάρκωση δεν έχει πλέον αντίκρισμα.

Βασικά, είναι η κυριαρχία της επικοινωνίας και του πολιτικού μάρκετινγκ που σκότωσε τους πολιτικούς;

Η επικοινωνία είναι το αποτέλεσμα. Όταν η δράση δεν είναι πολιτική, το μόνο που μένει στη δεύτερη είναι η εικόνα να ευνοεί την ύπαρξή του. Η μείωση των δυνατοτήτων ελιγμού οδηγεί αυτόματα σε μια εκθετική ανάπτυξη των στρατηγικών επικοινωνίας: η υπερθέαση καλείται να αναπληρώσει την έλλειψη αποτελεσματικότητας. Αλλά αυτή η άνοδος της δύναμης της επικοινωνίας αντί της δράσης είναι συνέπεια ενός μετασχηματισμού των συλλογικών νοοτροπιών στη Δύση, που δίνουν όλο και μεγαλύτερη σημασία στην ατομικότητα, την εγγύτητα, τη σχέση.

Το μάρκετινγκ επιταχύνεται με τη γενίκευση της τηλεόρασης, που σταδιακά θα ευτελίζει την εικόνα του πολιτικού. Με την εξοικείωση της. Υπάρχει αναμφίβολα μια επικοινωνιακή συνεισφορά σε πολιτικά ζητήματα αδιαχώριστη από την πολιτική αποδυνάμωση. Ταυτόχρονα, όμως, η κοινωνική ζήτηση για επικοινωνία είναι πολύ μεγαλύτερη σε σχέση με το παρελθόν. Γιατί; Διότι αυτό που ο Φρόιντ ονόμασε «ψυχική οικονομία των ατόμων» έχει αλλάξει βαθιά με την αύξηση των απαιτήσεων ενσυναίσθησης και συμπόνιας, ίδιον των μεταμοντέρνων κοινωνιών.

Ο Μακρόν αναβίωσε μια συγκεκριμένη μορφή ενσάρκωσης της εξουσίας;

Δεν τα πήγε καλύτερα από τους δύο προκατόχους του. Το γεγονός ότι εμφανίζεται τη στιγμή που μιλάμε ως ο καλύτερος για να διαδεχθεί τον εαυτό του δεν πρέπει να κρύβει δύο χαρακτηριστικά γνωρίσματα της μακρονιστικής κινητικότητας. Τρέφεται με τις ανεπάρκειες των αντιπολιτεύσεών του, της βαλκανοποίησής τους και της αστικής απογοήτευσης που οδηγεί στην απόσυρση μεγάλων τμημάτων των λαϊκών τάξεων και των πολιτικών τους δικαιωμάτων, ιδιαίτερα των εκλογικών.

Σε αυτή την τάση μπολιάζεται μια άλλη ιδιότητα του μακρονισμού· η επικοινωνιακή του φύση που συσκοτίζει την τεχνοκρατική και διαχειριστική ιδεολογία του και της οποίας η αποστολή συνίσταται στο να μας «διασκεδάζει» με την πασκαλιανή έννοια του όρου: ο σχολιασμός και η υπερερμηνεία αυτής της προεδρικής επικοινωνίας είναι ακριβώς ο καλύτερος τρόπος για να κρύψουμε την έντονα ιδεολογική διάσταση του μακρονισμού. Ο οποίος, υπό το πρόσχημα του πραγματισμού, μεταδίδει ένα αποκλειστικό όραμα για το μέλλον, αυτό μιας μορφής παγκοσμιοποιημένου σαινσιμονισμού.

Το τελευταίο σας κεφάλαιο τιτλοφορείται «Αντίο στον φιλελευθερισμό» και θέτει το δημοκρατικό ζήτημα εξηγώντας ότι «ο φιλελευθερισμός είναι άρρωστος». Μπορείτε να μας εξηγήσετε;

Ο πολιτικός φιλελευθερισμός δομήθηκε σε εθνικό πλαίσιο· συνάρμοσε την άσκηση των πολιτικών ελευθεριών με την άσκηση της κυριαρχίας, οι πρώτεςκαθορίζοντας τη δεύτερη. Ακυρώνοντας την ψήφο την εχθρική προς το σχέδιο Συνθήκης για το Ευρωπαϊκό Σύνταγμα κατά το δημοψήφισμα του 2005, μια ορισμένη ευρωπαϊκή ελίτ «πρόδωσε»: έκοψε τον Γόρδιο δεσμό μεταξύ της κυριαρχίας και της ελευθερίας των λαών για αυτοδιάθεση. Η αυτοδιάθεση των εθνών αντικαταστάθηκε από το καπέλωμα και τη διάλυση της λαϊκής κυριαρχίας υπέρ μιας ολιγαρχικής αρχής και ολιγαρχικού οράματος.

Ο φιλελευθερισμός είναι πρώτα και κύρια μόνιμη διαβούλευση, δυνατότητα αμφισβήτησης των πάντων σχετικά με τις προκλήσεις της πόλης εφόσον υπάρχουν εναλλακτικές λύσεις και συμφωνίαστο απαραβίαστο των κανόνων του παιχνιδιού, και μάλιστα ο τελευταίος λόγος ανήκει στο λαό. Αυτό μας το πολιτογράφησε ο αρχικός Γκωλισμός. Κάποιοι, οι «προοδευτικοί», σήμερα θα τον έλεγαν «λαϊκισμό». Αλλά ο λαϊκισμός δεν είναι αντιφιλελεύθερος, μακριά από αυτό: είναι η ανησυχητική έκφραση της εξαφάνισης τoυ πολιτικού με τη φιλελεύθερη έννοια, κατά την οποία η δημοκρατία είναι αδιαχώριστη από τη μεσολάβηση των λαών.

* Ο Arnaud Benedetti είναι αναπληρωτής καθηγητής στη Σορβόννη και αρχισυντάκτης της Πολιτικής και Κοινοβουλευτικής Επιθεώρησης. Πρόσφατα εξέδωσε το βιβλίο «Πώς πέθαναν οι πολιτικοί, η μεγάλη δυσφορία της εξουσίας».

Μετάφραση: Ευάγγελος Δ. Νιάνιος

Πηγή: https://www.marianne.net/politique/macron/pourquoi-les-francais-ressentent-ils-un-tel-degout-des-hommes-politiques

* Μέλος της Πολιτικής Γραμματείας της Δημοκρατικής Αναγέννησης

Scroll to Top