Ή με τους λογιστές ή με τους ποιητές

του Θεόδωρου Ε. Παντούλα*

Η νίκη της Ν.Δ. είναι νίκη ενός εκλογικού σώματος που στο υπαρκτό ερώτημα «Ελευθερία ή Υποτέλεια» προτίμησε ν’ αφήσει κατά μέρος τις σκοτούρες της ελευθερίας και να επαναπαυτεί σε μια ψευδώνυμη υποτέλεια, που, παρά τις απανωτές γκάφες, συγχαίρει τον εαυτό της, παριστάνοντας μάλιστα ότι βρίσκεται στην σωστή πλευρά της ιστορίας ‒ αυτή των funds.

Η ήττα του ΣΥ.ΡΙΖ.Α είναι ήττα της ίδιας ακριβώς διαχείρισης που, αφού κατ’ εξακολούθηση διέψευσε με επιτυχία κάθε προσδοκία διαφορετικής αντιμετώπισης, έκανε τα πάντα για να βεβαιώσει ότι είναι ανίκανη ακόμη και ως εντολοδόχος.

Η επανάκαμψη του ΠΑ.ΣΟ.Κ. πιστοποιεί ότι τα πελατειακά δίκτυα είναι εφτάψυχα κι ότι αυτοί που τα συγκροτούν είναι λιγότερο αγνώμονες απ’ ό,τι νομίζονταν.

Το Κ.Κ.Ε. αύξησε τα ποσοστά του, επιβραβεύτηκε για την συνέπειά του αλλά οι εξωκομματικοί που το επέλεξαν ξέρουν ότι ο ρόλος του σταματά στο να γαβγίζει, χωρίς να δαγκώνει, τους διερχόμενους.

Ο Κ. Βελόπουλος (εδώ το κόμμα συγκεφαλαιώνεται απροσχημάτιστα σε ένα τηλεπωλητή) κατάφερε να μείνει όρθιος και να προσθέσει, όχι τόσο αξιοπιστία αλλά ψήφους στο σχήμα του.

Ο Γ. Βαρουφάκης (εδώ κι αν το κόμμα ταυτίζεται με ένα διογκωμένο εγώ) δεν μπόρεσε να πείσει, πρωτίστως, για την σοβαρότητά του.

Η Ζωή Κωνσταντοπούλου (επικεφαλής επίσης προσωποπαγούς κόμματος) εμφανίστηκε την τελευταία στιγμή και κατάφερε από την ανυπαρξία να προσεγγίσει το 3%. Το ότι αυτό το κατόρθωσε επικουρούμενη, κατά πως φαίνεται, από τα ορφανά του Κασσιδιάρη είναι ένα ζήτημα που αξίζει μιας ξεχωριστής διαπραγμάτευσης, που προϋποθέτει όμως και ψυχιατρικές γνώσεις.

Τέλος, η «Νίκη», που δούλεψε αθόρυβα και προωθήθηκε φανερά τις τελευταίες ημέρες. Προφανώς η ρητορική για πατρίδα, θρησκεία, οικογένεια έχει ένα ετερόκλητο κοινό που διοχετεύεται σε ένα μάλλον ελεγχόμενο περιβάλλον, αλλά δεν συγκροτεί πολιτική πρόταση η εργαλειοποίηση ούτε της Ορθοδοξίας ούτε του Ελληνισμού ‒ τα κονταίνει αμφότερα για να τα φέρει στα μέτρα της.

Μένουνε οι μικροί (ανάμεσά τους κι εμείς) που δεν κατάφεραν πολλά περισσότερα από το να καταχωρισθούν στα «λοιπά». Η επίκληση των μειωμένων πόρων, της απειρίας κ.λπ. είναι αληθής αλλά, εν τέλει, δεν συγκαλύπτει την απουσία ιδεολογικής και οργανωτικής συγκρότησης, τις αποσπασματικές προσεγγίσεις, την απεύθυνση σε επιμέρους κοινά κ.λπ.

Δεν είναι, λ.χ., ότι οι «Πρέσπες του Αιγαίου» έμειναν στην πραγματικότητα εκτός προεκλογικής συζήτησης. Είναι ότι δεν είχαμε την ειλικρίνεια να ομολογήσουμε ούτε στους εαυτούς μας ότι το πρόβλημα δεν είναι ότι είμαστε απαράσκευοι, αλλά ότι δεν υπάρχει στο κοινωνικό σώμα το φρόνημα που θα υπερασπιστεί την ακεραιότητά της πατρίδας μας.

Συμπερασματικά:

  • Η χώρα δεν έχει αντιπολίτευση. Έχουμε απλώς διαγκωνισμούς στον μονόδρομο των αγορών και των εξαγορών.
  • Η Πολιτική εξακολουθεί να απουσιάζει ως πρόβλεψη, σχέδιο, διακονία. Κυριαρχεί (κι απ’ ό,τι φάνηκε αρκεί) η κομπογιαννίτικη διαχείριση ενός ανεπούλωτου τραύματος με αναλγητικά φιλοδωρήματα.
  • Η «Δημοκρατία» περιφρονεί τον δήμο και υποκαθίσταται από μια εξαγορασμένη τηλεκρατία. Σε λίγα χρόνια, μάλιστα, δεν αποκλείεται να φαίνεται σαν φυσιολογική η απαγόρευση κομματικών σχηματισμών με γραφειοκρατικά προσχήματα.
  • Το εκλογικό σώμα έχει αποσυρθεί από τον δημόσιο χώρο, έχει μειωμένες προσδοκίες και αφελής προτεραιότητά του είναι να την βγάλει κατά μόνας καθαρή.

 

Η δουλειά που πρέπει να γίνει είναι τεράστια και δεν φαίνεται να υπάρχει το γενναίο προσωπικό που θα την αναλάβει. Και μέχρι να βρεθεί θα εξακολουθήσουν να κάνουν κουμάντο στον τόπο των Ελλήνων λογιστές (και μάλιστα τσαρλατάνοι) κι όχι ποιητές.

Και ίσως δεν είναι περισσό να προσθέσουμε ότι εμείς είμαστε με τους έσχατους.

 

* Προεδρεύων Δημοκρατικής Αναγέννησης.

Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα Δημοκρατία (26/5/23).

 

Scroll to Top