τοῦ ΘΕΟΔΩΡΟΥ Ε. ΠΑΝΤΟΥΛΑ
Ἡ Ἱστορία τοῦ Παύλου Μελᾶ εἶναι γνωστή.
Τό ἀρχοντόπουλο γεννήθηκε στή Μασσαλία τό 1870. Ἦταν ἕνα ἀπό τά ἑπτά παιδιά τοῦ μεγαλέμπορου Μιχαήλ Γεωργίου καί τῆς Κεφαλονίτισσας Ἑλένης Βουτσινᾶ. Τέσσερα χρόνια ἀργότερα ἡ οἰκογένεια ἐγκαταστάθηκε στήν Ἀθήνα. Στά δεκαέξι του ὁ Παῦλος τέλειωσε τό σχολεῖο ἀποφασισμένος νά γίνει στρατιωτικός. Τότε στρατιωτική σταδιοδρομία ἀκολουθοῦσαν, ὄχι ὅσοι γύρευαν ἐπαγγελματική ἀποκατάσταση, ἀλλά αὐτοί πού ἤθελαν νά ὑπηρετήσουν τό Δημόσιο. Τό καλοκαίρι τοῦ 1892 ἀποφοίτησε ἀπό τή Σχολή Εὐελπίδων ὡς Ἀνθυπολοχαγός Πυροβολικοῦ. Τό ἴδιο καλοκαίρι γνώρισε τήν Ναταλία, θυγατέρα τοῦ Στέφανου Δραγούμη κι ἀδερφή τοῦ Ἴωνα, μέ τήν ὁποία παντρεύτηκε λίγο ἀργότερα. Χάρη στούς Δραγούμηδες, κυρίως, ὁ Παῦλος Μελᾶς πρόσθεσε στόν καημό τῆς Ἠπείρου καί τόν σεβντά τῆς Μακεδονίας, στήν ὁποία οἱ κομιτατζῆδες, ἐκρίζωναν τόν Ἑλληνισμό μέ βασανισμούς καί φονικά.
Τόν Φεβρουάριο τοῦ 1904 ὁ Μελᾶς κι οἱ σύντροφοί του, φτάνουν στήν Μακεδονία. Ἄμαθος ὁ καπετάνιος στίς κακουχίες ἀλλά δέν πισωπατᾶ: «Ζήτω ἡ Μακεδονία», γράφει στή γυναίκα του, «πατοῦμε τά ἅγια χώματά της». Οἱ Μακεδόνες (οἱ Μακεδόνες ἄνευ ἑτέρου ἐπιθετικοῦ προσδιορισμοῦ τότε) θά δοῦν στό πρόσωπο τοῦ νεαροῦ ἀξιωματικοῦ ἕναν σωτήρα καί προστάτη. Γύρισε γιά λίγο στήν Ἀθήνα, ξανάφυγε, ξαναγύρισε καί, παρά τίς νουθεσίες τῶν φρόνιμων –ἀγύριστο κεφάλι, Ἠπειρώτικο– ἐπέστρεψε ὡς Μίκης Ζέζας στό πεπρωμένο του.
Στίς 13 Ὀκτωβρίου 1904 στάθηκε μέ τούς ἄνδρες του στή Στάτιστα ν’ ἀναπαυτοῦν – κι αὐτός ἀναπαύτηκε γιά πάντα. Εἰδοποιημένες οἱ ὀθωμανικές ἀρχές ἀπό τούς κομιτατζῆδες ἔστειλαν ἀπόσπασμα 150 ἀνδρῶν. Ὁ Μελᾶς τραυματίστηκε καί λίγο ἀργότερα ἐξέπνευσε. Ἦταν μόλις τριάντα τεσσάρων ἐτῶν ἀλλά ἔφυγε σάν ἕτοιμος ἀπό καιρό, ἔχοντας κάμει τούς λογαριασμούς του. Περιουσία δέν ἄφησε στήν οἰκογένειά του, ἀλλά ἤξερε ὅτι θ’ ἄφηνε ἀκέριο ἐκεῖνο πού κι ὁ ἴδιος κληρονόμησε ἀπό τόν πατέρα του: «ἄθικτον, ὄνομα τίμιον καί ἀγαπητόν». Τό κεφάλι του, κομμένο ἀπό συμπολεμιστή του, προκειμένου νά μή πέσει στά ἐχθρικά χέρια τάφηκε στό ναό τῆς Ἁγίας Παρασκευῆς στό Πισοδέρι, ἐνῶ τό ἀκέφαλο σῶμα του παραδόθηκε ἀπό τίς ἀρχές στόν μητροπολίτη Καστοριᾶς Γερμανό (Καραβαγγέλη) καί τάφηκε στό βυζαντινό ναό τῶν Ταξιαρχῶν στήν Καστοριά, ὅπου ἀναπαύεται κι ἡ κάρα του ἀπό τό 1950. Στόν ἴδιο ναό, σύμφωνα μέ ἐπιθυμία της, ἀναπαύεται κι ἡ σύζυγός του Ναταλία – ἡ κυρά-Ναταλία μέ ὅλα τά γράμματα κεφαλαῖα αὐτή. Τούς χώρισε ἡ ζωή καί τούς ἔσμιξε ὁ θάνατος μετά ἀπό κοντά ἑβδομῆντα χρόνια, ἑβδομῆντα χρόνια στά ὁποῖα ἡ Παύλαινα πορεύτηκε τιμώντας καί μέ τό παραπάνω τ’ ὄνομά της.
Ὁ θάνατος τοῦ νεαροῦ ἀξιωματικοῦ συγκλόνισε τό πανελλήνιο, πού καί τότε περί ἄλλα χαριέντως ἐτυρβάζετο ἡ νουνεχής κεφαλή του, καί τόν κατέστησε σύμβολο ὄχι μόνο τοῦ Μακεδονικοῦ Ἀγώνα ἀλλά καί τοῦ ἑλληνικοῦ πατριωτισμοῦ, ἑνός πατριωτισμοῦ πού πολιτευόταν μέ ἀψηφισιά, χωρίς νά λογαριάζει οὔτε νιάτα, οὔτε πλούτη, οὔτε ἀξιώματα καί τζάκια. Μέ ἄλλα λόγια: ὅσο ἐμεῖς λαχταρούσαμε ἀπό τότε ν’ ἀρχοντέψουμε μέ χαϊμαλιά, τό ἀρχοντόπουλο ξεφόραγε τά «εὐρωπαϊκά στενά» γιά νά ντυθεῖ κλαρίτης τήν φουστανέλα! Καί νά ‘ταν μόνο αὐτό; Τί σόι καπετάνιος ἦταν αὐτός, ὁ ἀπ’ ἀλλοῦ φερμένος, πού ἀντί νά μακελεύει δεξιά κι ἀριστερά, γύρναγε μουσκίδι ξενηστικωμένος στίς κακοτοπιές καί γλυκομίλαγε στόν κόσμο;
Ἐδῶ δέν χωρᾶν οἱ μεσοβέζικες σιωπές καί τά ψευτίσματα τῶν ἐπετειακῶν ρητορειῶν. Ὁ Παῦλος Μελᾶς, μπαίνει στό εἰκονοστάσι τοῦ νεοελληνισμοῦ ἐρήμην τῆς πολιτικῆς καί πνευματικῆς ἡγεσίας. Καί μπαίνει ξιφήρης, (ἐν ξιφήρεις θά ἔλεγε ὁ Θεόφιλος σέ μᾶς τούς ἀκάτεχους ἀπό λεβεντιά), μπαίνει μέ τό σπαθί του, μπαίνει δηλαδή μέ τόν τρόπο τῶν Κλεφτῶν. Δέν ξέρω ἄν ὑπάρχει ἀρχοντόπουλο πιό δικό μας, ἀλλά τόν ἔκλαψαν μέ μαῦρο δάκρυ τόν Παυλάκη ὄχι μόνο κορίτσια ἀπό τήν Καστοριά κι ἀπ’ τή Μακεδονία, ἀλλά καί οἱ πανέλληνες, πού δέν εἶχαν τρόπο νά ποῦν τό μαῦρο μαντάτο στήν Παύλαινα – ἀλλά καί στούς ἑαυτούς τους:
Ποιός εἶν’ ἄξιος κι ὀγλήγορος, ἄξιος καί παλληκάρι,
γιά νά διαβεῖ τά σύνορα, νά πάει στήν Ἀθήνα,
Νά πάει νά εἰπεῖ τῆς Παύλαινας, τῆς μικροπαντρεμένης,
νά μήν ἀλλάξει τή Λαμπρή, φλωργιά νά μήν κρεμάσει.
Τόν Παῦλο τόν σκοτώσανε μές στήν Μακεδονία.
Μαῦρα πουλιά τόν τρώγανε κι ἄσπρα τόν τριγυρνᾶνε.
Καί κοντά σέ δικούς καί ξένους μαυρίζει κι ὁ τόπος – τόν κλαίει κι ἡ πλάση ὅλη.
Σκοτείδιασάνε τά βουνά, συννέφιασαν κι οἱ κάμποι,
Βγῆκαν δυό ἀστέρια λαμπερά καί τρία θαμπωμένα.
Εἶναι πολλά τά τραγούδια, πολλές οἱ παραλλαγές τους καί πολύς κι ὁ πόνος τους. Ἀλλά δέν ἔχει νόημα νά διαβάζουμε τά τραγούδια σάν ποιήματα. Σ’ ἄλλα χωράφια ἀνθοῦν καί λουλουδίζουν αὐτά, καλογνωρίζοντας ὅτι ζάφτι τά ξεχωρίσματα δέν κάνουν τά τραγούδια. Κάμνουνε –γιά λίγο– νά μή νοιώθεται ἡ πληγή.
Μελᾶ, σέ κλαίει ἡ Ἤπειρος καί ἡ Μακεδονία,
σέ κλαίει κι ἡ μαύρη μάνα σου κι ἡ κυρία Ναταλία.
Αὐτοί μαντηλοδέθηκαν καί κλάψαν τόν Μελᾶ. Οἱ ἄλλοι μουσαφιραῖοι ἤτανε στό πένθος. Ξέρω τί σᾶς λέω. Ἔχω δεῖ μέ τά μάτια μου τήν εἰκόνα τοῦ Μελᾶ σέ εἰκονοστάσι χωριατόσπιτου τή δεκαετία τοῦ ’70. Σ’ ἕνα σπίτι πού ἦταν πολύ πιθανό νά μήν εἶχαν λάδι νά φᾶνε ἀλλά δέν ἄφηναν σβηστό τό καντῆλι. Κυριολεκτοῦσα δηλαδή ὅταν εἶπα πρίν ὅτι ὁ Παῦλος Μελᾶς βρίσκεται ἀπό καιρό στό εἰκονοστάσι τοῦ νεοελληνισμοῦ. Μόνο πού τίμιο εἶναι νά προσθέσω ὅτι αὐτό δέν ἀλλάζει, ἐπειδή σταματήσαμε νά προσκυνᾶμε τίς εἰκόνες.
Πάντοτε ὑπῆρχαν εἰνονοκλάστες, ἀλλά στίς μέρες μας σά ν’ αὐγάτεψαν. Καί δέν τούς δολώνει κανένας ἔρωτας ἀληθείας. Ὁ ἔρωτας αὐτός βγάζει κάποτε λαγούς. Ἐδῶ ὁ διυλισμός βγάζει μονάχα λέσια, ψοφίμια δηλαδή μιᾶς καί καλά ἐπιστημοσύνης πού μετράει τά χαΐρια της, μαγαρίζοντας τά εἰκονίσματα μέ ἀναθεωρητικές πομφόλυγες. Καί τά εἰκονίσματα ἐν προκειμένῳ εἶναι τό χλωρό παλληκάρι πού ἀλλοῦ ἦταν τό σῶμα του κι ἀλλοῦ ἡ κεφαλή του, τό χλωρό παλληκάρι πού πάει καλιά μας καί γίνεται προσάναμμα μιᾶς φωτιᾶς, πού καί ζέστανε καί φώτισε τίς καρδιές τῶν ἀνθρώπων πού τήν ζύγωσαν.
Δέν ἔχω καμιά ἐμπάθεια γιά τούς ἐπίλοιπους, κι ἄς ἀνεμίζουν τήν ἀνταριασμένη στενοκαρδία τους γιά πιστοποιητικό ὑγείας. Νά μήν σᾶς πῶ ὅτι τούς συμπονῶ κιόλας γιά τήν δυσανεξία τους στά κόλλυβα καί τόν γλυκασμό τους.
Δημοσιεύθηκε στην Κυριακάτικη Δημοκρατία στις 23/10/2022.