Καιρός τοῦ ποιῆσαι*

Είναι, στ’ αλήθεια, πολύ δύσκολο να μιλήσεις για πολιτική χρησιμοποιώντας λέξεις που κάποτε έδιναν ελπίδα και σήμερα είναι πουκάμισα αδειανά. Ποια «αλλαγή», ποια «επανίδρυση» και ποιον «πατριωτισμό» να επικαλεστείς; Η «αλλαγή» έγινε έφοδος στο κράτος, η «επανίδρυση» τακτοποίηση των δικών μας παιδιών κι ο «πατριωτισμός» βούλιαξε στα ρηχά του Καστελλόριζου. Δεν λέρωσαν δηλαδή μόνο την πολιτική, λέρωσαν και την γλώσσα τα μπουλούκια των πολιτευομένων. Όλοι τους λ.χ. κόπτονται στα λόγια για την πρώτη κατοικία και την προστασία της αλλά, όταν έρθει η ώρα, και με τα δυο τους χέρια κάνουν τα θελήματα των αρπακτικών, που δεν έχουν, πράγματι, πατρίδα αλλά μια ακόρεστη επιθυμία να μην έχουμε και οι υπόλοιποι.

Εδώ και καιρό η όποια ενασχόληση με τα κοινά γεννά υποψίες. Η πολιτική δραστηριότητα δεν θεωρείται διακονία αλλά σταδιοδρομία. Οπότε δεν απαιτούνται κι έκτακτα χαρίσματα. Αρκεί ο επαγγελματισμός των ανεπάγγελτων του κομματικού σωλήνα ή των κληρονομικώ ή και τηλεοπτικώ δικαιώματι σατράπηδων και σαράφηδων. Για ήθος ούτε λόγος! Να μην σας πω ότι η παλιανθρωπιά είναι προαπαιτούμενο μακροημέρευσης σε αυτούς τους χώρους. Κι αν κάτι δεν πάει όπως το λογάριαζαν, αλλάζουν φανέλες οι παιχτούρες και συνεχίζουν τον «αγώνα» τους από νέο «μετερίζι». Του Γρηγόρη Ψαριανού –δεν τον γνωρίζω τον άνθρωπο, ενδεικτικά τον αναφέρω–  είναι αξιοθαύμαστες  οι «αναθεωρήσεις» του. Από τον ΣΥΡΙΖΑ βρέθηκε στην Δημοκρατική Αριστερά κι από εκεί στο Ποτάμι κι εν συνεχεία στη Νέα Δημοκρατία σε λιγότερο από μια δεκαετία! Δεν κατάφερε ο άνθρωπος να εκλεγεί με αυτή αλλά χαμένος δεν πήγε. Προσφέρει τις πολύτιμες υπηρεσίες του ως μετακλητός στο γραφείο του αντιπροέδρου της Κυβέρνησης. Σας φαίνονται κανονικά όλα αυτά; Αυτή είναι η «κανονικότητα» της δημόσιας ζωής; Δεν ξέρω!

Αυτό που ξέρω είναι ότι το πελατειακό κράτος και παρακράτος, που οι περισσότεροι νυχθημερόν σιχτηρίζουμε, κραταιώνεται στις πλάτες μας συντηρώντας κομματικούς στρατούς που μετέχουν συγκροτημένα σε εκλογικές και άλλες αναμετρήσεις.

Είναι δύσκολο να βρεθούν οι λέξεις, όπως είπαμε, αλλά αν εγκαταλειφθεί ο πόρος της πολιτικής –αυτός είναι από καταβολής των πόλεων ο μόνος τρόπος να μην γράφεται ερήμην μας η ιστορία– θα γίνουμε αθύρματα μιας ψηφιοποιημένης απανθρωπίας, ενός καινού ολοκληρωτισμού.

Αξίζει λοιπόν να προσπαθήσουμε να συναντηθούμε. Να συναντηθούμε όμως ως πρόσωπα, ως λαός κι όχι ως πελάτες. Να συναντηθούμε στο πλατύχωρο διάσελο της Μνήμης, της Ιστορίας και της Γλώσσας. Να συναντηθούμε στο διάσελο των μικρών κοινοτήτων και της μεγάλης πατρίδας μας. Να συναντηθούμε στο διάσελο που οι πληθυντικές ταυτότητες δεν είναι άχθος αλλά αρματωσιά, στολίδι και καύχηση. Επιμένω σε αυτό: συσταζούμενη καύχηση κι όχι ψωραλέα αλαζονεία.

 

Αγαπητοί φίλοι και φίλες,

την τρέχουσα κατάσταση την γνωρίζετε, γιατί την βιώνουμε όλοι μας. Δεν χρειάζονται πλειοδοσίες για τον εκπεσμό στον οποίο βρίσκεται ο δημόσιος βίος.

Εάν ωστόσο πιστεύετε ότι η κομματοκρατία – κατά την κρίση μας δεν πρόκειται για κόμματα αλλά για μεσάζοντες εξωχώριων συμφερόντων– απαντά στα τρέχοντα δεν έχει κανένα νόημα να συνεχίσουμε την κουβέντα.

Εάν όμως δυσφορείτε με τον πολύμορφο αφελληνισμό, την απομείωση της εθνικής κυριαρχίας, την εκποίηση και την υφαρπαγή της δημόσιας και ιδιωτικής περιουσίας της χώρας, τον παραγωγικό παροπλισμό της, το περιβαλλοντικό της ξεπάτωμα, το φευγιό των νέων της και την υποχώρηση του κοινωνικού κράτους έχει και παραέχει νόημα να συνεχίσουμε την συζήτηση.

Να την συνεχίσουμε όμως με δυο βασικές παραδοχές.

1) Δεν είναι καθόλου σοφό ο λύκος να φυλάει τα πρόβατα. Δηλαδή, δεν μπορούν να είναι ναυαγοσώστες αυτοί που κατόρθωσαν το ναυάγιο της ύστερης μεταπολίτευσης. Όπως δεν μπορεί να είναι φιλοδοξία της χώρας η έξοδος στις αγορές, δηλαδή η περαιτέρω ενεχυρίαση, ούτε η μετατροπή της σε μπαρμπουτιέρα. Διότι αυτή είναι η ‒διακομματική‒ νέα μεγάλη ιδέα-επένδυσή τους: το Ελληνικό να γίνει καζίνο κι οι Έλληνες γκουπιέρηδες και παρκαδόροι!

2) Στις Δημοκρατίες ‒ακόμα και στις προσχηματικές όπως η τρέχουσα‒ η εκλογική παρουσία, εκτός από δικαίωμα, είναι και καθήκον των πολιτών (όχι για να προστεθούν νέοι παίχτες σε ένα στημένο, κατά την κρίση μας, παιχνίδι αλλά για να τους σκάσουν την μπάλα).

Εκτίμησή μας είναι ότι υπάρχει ένα μεγάλο τμήμα του λαού μας παγιδευμένο στην κομματοκρατία κι ένα ακόμη μεγαλύτερο που την αποστρέφεται αλλά είναι αόρατο.

Αυτό το τμήμα, που δεν έχει λ.χ. σαν πρώτιστη σκοτούρα του… τα φύλα ως κοινωνική κατασκευή, αλλά άλλα λιγότερο καινοφανή πράγματα, όπως τον άρτο τον επιούσιο, είναι ανύπαρκτο και ανεκπροσώπητο. Το είδαμε ξεκάθαρα αυτό στο Δημοψήφισμα του ’15 και το ξαναείδαμε στο ζήτημα των Σκοπίων που οι ακέφαλοι των Μνημονίων σήκωσαν κεφάλι και τους το έκοψε σύριζα όλος συμπολιτευόμενος και «αντιπολιτευόμενος» υπόκοσμος.

Εντούτοις, κατά την κρίση μας, εκτιμούμε και θέλουμε όλοι αυτοί  οι άνθρωποι, που ο παλαιοκομματισμός καθιστά ακίνδυνη την αποστροφή τους εξουδετερώνοντάς την στην αποχή,  να γίνουν ορατοί και να εκφραστούν και εκλογικά. Δεν εννοώ να πατήσουν την μπανανόφλουδα του «μη χείρον βέλτιστον». Αυτό, το να καταλήγεις μισόκαρδα, δηλαδή, σε κάποιον επειδή δεν θες κάποιον άλλο, δεν συνιστά επιλογή αλλά εκβιασμό. Και είναι η εξώθυρα της ανελευθερίας. Παραμέσα παραμονεύουν οι δεσμώτες, αυτοί «που ξέρουν τη δουλειά». Από πού όμως την έμαθαν αυτή την δουλειά; Είναι κληρονομική τους δεξιότητα ή αυτή η υποτιθέμενη γνώση τους παραχωρήθηκε από την κομματική επετηρίδα;

Δεν χρειάζεται να απαντήσετε σε εμένα. Απαντήστε στην κάλπη. Αλλά ας έχετε κατά νου πως η νεοεθνικοφροσύνη, που επ’ εσχάτοις ράβει κοστούμια, δεν είναι απάντηση. Είναι κατάντια ισόκυρη της αρνησιπατρίας. Προβλέπει λ.χ. τις «Πρέσπες του Αιγαίου», αλλά παραβλέπει ότι μείζον εθνικό θέμα, μετά την απαξίωση όσων μας συνέχουν, είναι η κλοπή όσων ακόμη κάτι έχουν. Μετά την εκχώρηση της δημόσιας περιουσίας, 700.000 κατοικίες, για αρχή, βγαίνουν στο σφυρί. Πρόκειται για εκατομμύρια Ελλήνων που, απορφανισμένοι από βωμούς, δεν θα έχουν στη νέα πραγματικότητα να υπεραμυνθούν και καμιάς εστίας!

Γι’ αυτό επείγει, κατά την κρίση μας, όχι η αμαχητί παράδοσή μας, αλλά ο συγκροτημένος αγώνας για:

1) Στήριξη των αυτοσυνειδησίας του λαού μας ‒ είμαστε περήφανοι για τις καταβολές μας, αλλά και υπόλογοι για την διαχείρισή τους.

2) Απεξάρτηση από την χρηματοπιστωτική δικτατορία.

3) Αποκατάσταση της πραγματικής δημοκρατίας (ισηγορία, ισονομία, ισοκρατία) και απαλλαγή της από τις παραχαράξεις της εξωνημένης τηλεκρατίας.

4) Ανακατάληψη του δημόσιου χώρου και περιφρούρηση του δημόσιου χαρακτήρα των κοινωνικών αγαθών (της υγείας, της παιδείας, της ασφάλειας, του περιβάλλοντος).

5) Παραγωγική ανασυγκρότηση. Να ξαναζήσουμε οι Έλληνες ως δημιουργοί κι όχι σαν δανειολήπτες.

6) Τελευταίο αλλά όχι ήσσονος σημασίας: να ξανακατοικήσουμε την Ελλάδα και τις περιφέρειές της. Αυτές είναι τα σύνορα κι οι Θερμοπύλες μας ‒ δεν είναι το παρακράτος των Αθηνών και της Μυκόνου.

Πιστεύουμε μάλιστα ότι αυτές είναι και οι προϋποθέσεις που θα καλλιεργήσουν το φρόνημα εκείνο που θα υπερασπιστεί την προσωπική και συλλογική Ελευθερία, τον τρόπο των Ελλήνων, την πολιτειακή ακεραιότητα και την εθνική ανεξαρτησία μας.

 

Η Δημοκρατική Αναγέννηση, της οποίας έχω την τιμή να προεδρεύω, αυτή την φιλοδοξία είχε: να εκπροσωπήσει τους ανεκπροσώπητους. Ιδρύθηκε από τον Στέλιο Παπαθεμελή και τους συνεργάτες του  όχι ως παρακολούθημα αλλά στους αντίποδες του παλαιοκομματισμού. Προφανώς και δεν τα πήγε όσο καλά θα ήθελε. Έγιναν λάθη στην διαδρομή της αλλά παλιανθρωπιές δεν έγιναν. Στις προηγούμενες εκλογικές αναμετρήσεις (λίγο η απογοήτευση, λίγο η κούραση, λίγο η οικονομική μας στενότητα) αφήσαμε χώρο σε άλλους. Αντί να γεννηθεί το πατριωτικό «πολιτικό υποκείμενο» θέριεψαν τα γαϊδουράγκαθα της χριστεμπορίας και της ελλαδεμπορίας. Θέριεψαν αλλά δεν μας έπνιξαν.

Είμαστε σε προεκλογική περίοδο. Κάποιοι από εσάς μας ζήτησαν να αναλάβουμε ως Δημοκρατική Αναγέννηση ένα βάρος που δεν μας αναλογεί και που δεν μπορούμε να το σηκώσουμε μόνοι μας. Δεν μπερδεύουμε το μπόι μας με την σκιά μας – χώρια που ούτε άεργοι είμαστε ούτε εισοδηματίες.

Ανταποκρινόμαστε σε αυτό το κάλεσμα με την βεβαιότητα ότι, κάνοντας προσεκτικά και μετρημένα βήματα, θα βρεθεί η περπατησιά και δεν θα μείνει ατουφέκιστο το λιγόστεμα του τόπου και του τρόπου των Ελλήνων.

 

Αν λοιπόν δεν σηκώσουμε ψηλά τα χέρια,  αν δεν φιλιώσουμε δηλαδή κι εμείς με την μοίρα και την κακομοιριά που μας έλαχε, μας μένει  να σηκώσουμε μανίκια και να γίνουμε ορατοί. Να γίνει ορατός ένας κόσμος που δεν είναι σαν τα μούτρα τους και που δεν θέλει να γίνει σαν τα μούτρα τους. Να γίνει ορατός ένας κόσμος που με δυσκολία βγάζει το μήνα, ένας κόσμος που δεν τον αφορούν οι ρητορείες για «ανάπτυξη». Ένας κόσμος που δυσκολεύεται αλλά δεν είναι ούτε φτηνός ούτε φτηνιάρης για να διασκεδάσει τις δυσκολίες του με τα επιδόματα των δόσεων και των δοσατζήδων. Ένας κόσμος που ούτε πουλάει ούτε νοικιάζει τα τζοβαϊρικά του ‒. αυτά είναι το έχος του.

Αυτός ο κόσμος, ο κόσμος που δεν αποδέχεται σαν κανονικότητα την ενεχυρίαση, τον εκφυλισμό και το λίγο των ολίγων, αυτός ο κόσμος που μένει στο περιθώριο, είναι ο κόσμος που μας αφορά. Κι είναι δουλειά της Πολιτικής, όχι να τον διαχειριστεί αλλά να τον  υπηρετήσει. Εμείς από αυτόν τον κόσμο προερχόμαστε και σε αυτόν λογοδοτούμε – σε κανέναν άλλον. Κι όταν σας μιλάμε για Πολιτική, κι όταν σας καλούμε στην Πολιτική δεν σας καλούμε στην διαχείριση κοινοτικών πακέτων. Οι εσπατζήδες δεν παράγουν πολιτική – ντροπή παράγουν. Σας καλούμε στο κοινό μας σπίτι, στο Κοινό των Ελλήνων, στην επανοικείωση ενός μακραίωνου τρόπου αυτοκυβέρνησης ενός τρόπου που η πολυκεντρικότητά του βρίσκεται σε διάσταση με τον συγκεντρωτισμό της πρωτεύουσας-κράτους. Σας καλούμε σε έναν τρόπο στον οποίο η Πατρίδα δεν ανήκει στις Αγορές. Ανήκει στην Ιστορία. Και η Ιστορία αυτού του τόπου –πώς να το κάνουμε– δεν είναι οι εισαγόμενες γραφειοκρατίες αλλά τα κατορθώματα ομορφιάς κι ελευθερίας. Μιας ελευθερίας απ’ τα κόκαλα  βγαλμένης. Μιας ελευθερίας, που για να είναι τέτοια, δεν κάνει εκπτώσεις. «Κοινή γαρ γνώμη πάντες» γίνονταν σφάγια, δηλαδή γίνονταν θρύλοι, στην πύλη του Αγίου Ρωμανού. Αυτοί οι θρύλοι μα κράτησαν ορθούς και δεν μας αφάνισαν από προσώπου γης – κι όχι τα πουρμπουάρ των Βρυξελλών.

Η «Πολιτική Πρωτοβουλία», την οποία αναλάβαμε, δεν είναι κίνηση καιροσκοπισμού αλλά χειρονομία ευθύνης. Η ολοκλήρωση όμως αυτής της χειρονομίας δεν εξαρτάται από τις προθέσεις μας αλλά από την μετοχή μας στην οικοδόμηση μιας πρότασης που θα επαναφέρει στις ζωές μας την χαρά της Πολιτικής – όχι τις αγγαρείες ή τους μποναμάδες της διεκπεραίωσης,

Δύσκολη δουλειά αλλά όσο δεν γίνεται τόσο ιδιωτεύουμε και ρημάζουν ο τόπος κι οι ζωές μας.

Αυτή την δουλειά σήμερα κάποιοι την τολμούμε. Οι εκλογές είναι η αρχή και όχι το τέλος της διαδρομής αυτής. Αν θέλετε να διαμαρτυρηθείτε υπάρχουν άλλοι που φωνάζουν περισσότερο από εμάς. Εμείς θέλουμε να είμαστε η θετική σας ψήφος, η επιλογή που θα είναι παρούσα και μετά τις εκλογές. Δεν ψάχνουμε ακολούθους σε αυτή την περιπέτεια αλλά συνοδοιπόρους για την επιστροφή της πολιτικής και την αναγέννηση της πατρίδας.

Είναι χρέος μας, παρά τις εγγενείς δυσκολίες, να τις υπερβούμε και να δώσουμε την μαρτυρία ενός άλλου ύφους, ενός ελληνικού ήθους, ενός ήθους που όταν προσεύχεται σκύβει την κεφαλή του, αλλά όταν πολιτεύεται δεν σπάει την μέση του.

ΚαλόνΑγώνα. Καλή Ανάσταση – Ανάσταση παντού.

 

Υ.Γ. Ο μεγάλος απών της σημερινής βραδιάς είναι ο Μανώλης Μηλιαράκης. Ήταν ο πρώτος που ανταποκρίθηκε στο κάλεσμα σχηματισμού της συλλογικότητας, που στην πορεία ονομάσθηκε «Πολιτική Πρωτοβουλία». Η προθυμία και η ανιδιοτέλειά του μένει παροιμιώδης για όσους τον συναναστραφήκαμε. Αλλά και την πολιτική του επάρκεια την βρίσκαμε πάντοτε μπροστά μας. Εκτός από την ευχή του, ας έχουμε και το παράδειγμά του σε ό,τι καλό κάνουμε.

* Ομιλία στην ΕΣΗΕΑ, στις 6/4/23 σε εκδήλωση της «Πολιτικής Πρωτοβουλίας».

Scroll to Top