Βασιλικός κι αν μαραθεί τη μυρωδιά την έχει

ή ποιος φοβάται τον λαό;

του Θεόδωρου Παντούλα*
Ξέρουμε και πόσοι είμαστε και ποιοι είμαστε. Σπορά του βαθύριζου ελληνικού τρόπου και τόπου είμαστε. Γι’ αυτό και δεν νερώνουμε το κρασί μας. Και δεν κάνουμε πίσω όχι από στενοκεφαλιά αλλά επειδή η πολιτική μας στράτευση δεν είναι υποχρέωση αλλά καθήκον.

Μπορούμε να συμφωνήσουμε ότι αυτοί που, δυο αιώνες μετά την εθνική επανάσταση του 1821, κατόρθωσαν την κατάντια της επιτρόπευσης, δεν είναι αυτοί που θα εμπνευστούν, θα σχεδιάσουν ή θα υλοποιήσουν την ξεχασμένη –ακόμη και σαν σύνθημα– εθνική και κοινωνική απελευθέρωση. Η δική τους μέριμνα είναι η εκποίηση της δημόσιας (και ιδιωτικής) περιουσίας. Γι’ αυτό και ομολογημένη διακομματική φιλοδοξία τους παραμένει η «έξοδος στις αγορές», ο νέος δανεισμός, η μακροημέρευση της εξάρτησης και του παρασιτισμού. Αυτή είναι η ξεδιάντροπα ομολογημένη νέα μεγάλη ιδέα τους.

Και όλοι γνωρίζουμε ότι σε αυτό τελειώνει ο ρόλος τους. Δεν έχουν ούτε το διανοητικό ούτε το ηθικό ανάστημα για κάτι διαφορετικό. Είναι μεσάζοντες και μιζαδόροι. Γκρουπιέρηδες στο καζίνο της παγκοσμιοποίησης. Μοιράζουν τράπουλα σημαδεμένη, πρακτορεύοντας τα συμφέροντα των τζογαδόρων που τους χαρτζηλικώνουν. Δεν παράγουν πολιτική αυτοί οι άνθρωποι. Ντροπή παράγουν. Και υποταγή. Δεσμώτες είναι κι όχι ελευθερωτές.

Οι ίδιοι, στην πραγματικότητα, δεν αποφασίζουν για τίποτε. Κουμάντο κάνουν οι Αγορές. Αυτές μετακινούν αδασμολόγητα αγαθά κι απελπισμένους ανθρώπους. Αυτές αγοράζουν και πουλάν κράτη και λαούς. Αυτές είναι τα πραγματικά αφεντικά. Οι εδώ πολιτευόμενοι είναι τα τσιράκια-τοποτηρητές τους. Αυτοί που προσπαθούν για το θεαθήναι να επινοήσουν διαφορές για να κρυφτεί η άνευ όρων παράδοσή τους σε μια διατεταγμένη διαχείριση, αυτοί που μεταπολιτευτικά ξεπάτωσαν μορφωτικά και παρόπλισαν παραγωγικά την χώρα κάνοντας τους Έλληνες από δημιουργούς ομορφιάς πελάτες των πολυεθνικών σκουπιδιών. Και δανειολήπτες των αεριτζήδων του χρηματοπιστωτικού υπόκοσμου. Αυτού του υπόκοσμου που αποστερεί συστηματικά από τον τόπο και τους πολίτες όλα εκείνα που τον συνέχουν. Όλα εκείνα που συγκροτούν το πληθυντικό πρόσωπό του. Την κοινωνική και εθνική του περηφάνια – όχι τον κομπασμό, την περηφάνια (αλλά και την ευθύνη) που είμαστε από καλή γενιά.

Γι’ αυτό και οι δοτές επιτροπές τους δεν γιορτάζουν της επέτειο της Επανάστασης αλλά την σπιλώνουν με διαφόρων λογιών μαγαρισιές. Γι’ αυτό ακριβώς κανείς απ’ όλο το κομματικό φάσμα δεν ενοχλείται από την περιφρόνηση ή την ιδιώτευση και την εκλογική αποχή που, ενώ παραμένει αδίκημα, είναι διακομματικά αμνηστευμένη. Καλύτερα να ψηφίζουν οι εσπατζήδες και τα διορισμένα ή υπό διορισμό κομματικά στρατεύματα, παρά ο λαός, γιατί ποτέ δεν ξέρεις τι μπορεί να βγει αν ψηφίσουν οι ανεκπροσώπητοι. Καλύτερα να μένουν σπίτι τους αυτοί (να εκτονώνουν την δυσαρέσκειά τους στα πληκτρολόγιά τους).

Η ψευδεπίγραφος «Δημοκρατία» μας μπορεί και χωρίς τους απελπισμένους. Την μερεμετίζουν περίφημα η κληρονομική ή η διορισμένη ολιγαρχία που την υπηρετεί. Δεν χρειάζεται ο δήμος στην δημοκρατία! Μπορεί με πλημμελή συμμετοχή και πλήρη ποδηγέτηση. Οι (στημένες) Δημοσκοπήσεις δεν την προάγουν αλλά την χειραγωγούν. Και τα αγορασμένα ΜΜΕ την ευτελίζουν. Γι’ αυτό δεν εκπλήσσεται σχεδόν κανένας που ένας λαός που τραγουδούσε Νίκο Γκάτσο στον καημό του, τραγουδά Ματθαίο Γιαννούλη στην σύγχυσή του. Το σημαντικό είναι να μένει αδιατάρακτη η προκατάληψη της προόδου. Να νομίζεται προκοπή η ομηρία, το ξόδεμα της ζωής και η βλαστήμια της από τους προαγωγούς της.

Όλοι αυτοί, ό,τι και να λένε, ούτε θέλουν ούτε μπορούν να διακονήσουν το δημόσιο συμφέρον. Όποια επιδοτούμενη φιλανθρωπία κι αν επιστρατεύσουν δεν μπορούν να κρύψουν την μισάνθρωπη έπαρσή τους. Κι όσους δικαιωματισμούς κι αν επικαλεσθούν δεν μπορούν καν να κρύψουν την περιφρόνησή τους για το λαϊκό σώμα, τον «ετερόκλητο όχλο» που, μια στο τόσο, σηκώνει κεφάλι και παρακούει τις τηλεοπτικές εντολές τους, άλλοτε ζητώντας δημοψηφίσματα κι άλλοτε πραγματοποιώντας τα.

Αλλά σε αυτό το συκοφαντημένο σώμα («μαζί τα φάγαμε», χώρια τα χωνέψαμε) εναπόκειται η ελπίδα επανόδου της πολιτικής. Όχι σαν υποχρέωσης αλλά ως καθήκοντος. Γιατί μόνο η επιστροφή των πολιτών στον δημόσιο χώρο μπορεί να εξασφαλίσει όρους προσωπικής, κοινωνικής και εθνικής αξιοπρέπειας. Τους όρους, δηλαδή, που αντλώντας από μια μακραίωνη παράδοση αυτοκυβέρνησης, ισηγορίας και ισοτιμίας, αρμόζουν σε ελεύθερους ανθρώπους κι όχι στα ανδράποδα του καταναλωτισμού.

Ο Δήμος δεν είναι διοικητική, γραφειοκρατική ή γεωγραφική κατηγορία. Φυτρώνει βεβαίως αλλά είναι πρωτίστως ιστορικής τάξεως κατηγορία το ρίζωμά του. Και προϋποθέτει την Ελευθερία. Την Ελευθερία που, ενίοτε, χωρίς να περιφρονεί την ανάγκη, την υπερβαίνει και σχηματίζει ένα πρόσωπο-σπαθί, που « έχει όνομα, έχει σώμα και θρησκεία και παππού σε μέρη αυτόνομα μέσα στην Tουρκοκρατία». Ένα πρόσωπο που μοιράζεται βωμούς και προασπίζει εστίες διακονώντας ένα λίγο-πολύ κοινό νόημα ζωής και θανάτου.  

Σε συνθήκες ανεπίγνωστου ολοκληρωτισμού πρώτο μας –και αδιαπραγμάτευτο– αίτημα η Δημοκρατία.

* Γενικού Γραμματέα Δημοκρατικής Αναγέννησης

 

Scroll to Top