Μέτρα για τους φίλους μας…

 

 

του Γιάννη Παναγιωτακόπουλου*

 

Όπως περιμέναμε, τα μέτρα στήριξης για τις επιχειρήσεις των οποίων την εργασία απαγορεύει η κυβέρνηση, προσομοιάζουν με την παροχή ασπιρίνης ως… αποζημίωσης για την επιβολή αναγκαστικού ακρωτηριασμού! Αντί πραγματικής στήριξης και παροχής ρευστότητας στις 85.000 επιχειρήσεις της εστίασης που πλήττονται από τις παράλογες απαγορεύσεις, επιλέχθηκε να στηριχθούν μόνο μερικές εκατοντάδες κέντρα διασκέδασης και κέτερινκ! Επιχειρήσεις, δηλαδή, γνωστών και φίλων, μηδέ εξαιρουμένων και συνδικαλιστικών παραγόντων του κλάδου, που παραμένουν εξωφρενικά… ήσυχοι.

Όσοι ασχολούμαστε επαγγελματικά στο «ναρκοπέδιο» της εστίασης, προσδοκώντας να βιοποριστούμε από την δουλειά μας, ακούμε καθημερινά ειδήσεις για το κλείσιμο ή την αναστολή λειτουργίας επιχειρήσεων συναδέλφων, και σκεφτόμαστε πόσο ακόμα θα μπορέσουμε να αντέξουμε. Τα λουκέτα που ανακοινώνονται καθημερινά σε όλη την Ελλάδα έχουν πάρει μορφή χιονοστιβάδας μετά την απώλεια και της εορταστικής περιόδου. Η αδιαφορία όμως της κυβέρνησης μπροστά στην ολοφάνερη καταστροφή του μεγαλύτερου ιδιωτικού κλάδου-εργοδότη της ελληνικής οικονομίας, μπορεί να δικαιολογηθεί μόνο για δύο λόγους: α) ή εφαρμόζεται εν μέσω πανδημίας η πολιτική του σχεδίου Πισαρίδη, που περιγράφεται από την περίφημη ρήση του υπουργού ανάπτυξης, “οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις ή θα συγχωνευθούν ή θα κλείσουν”, ή β) η κυβέρνηση χαρακτηρίζεται από πλήρη ανικανότητα να ανταπεξέλθει στις βασικές απαιτήσεις αντιμετώπισης αυτής της έκτακτης κατάστασης.

Προφανώς, δεν είναι δική μας δουλειά να κρίνουμε το γιατί τα μέτρα της κυβέρνησης ως προς την αντιμετώπιση της πανδημίας έχουν αποτύχει πλήρως, οδηγώντας σε ρεκόρ καθημερινών θανάτων. Αυτό σε μία ευνομούμενη πολιτεία θα ήταν δουλειά της δικαιοσύνης, η οποία όμως προς το παρόν αγνοείται. Επίσης, δεν έχουμε ούτε την επιστημονική κατάρτιση ούτε τα δεδομένα, προκειμένου να κρίνουμε το γιατί η εστίαση πρέπει να είναι ο πρώτος κλάδος για τον οποίο λαμβάνονται περιοριστικά μέτρα σε κάθε έξαρση της πανδημίας.  Αυτό που εμείς μπορούμε με σαφήνεια να πούμε είναι οι απώλειες που έχουμε τα τελευταία δύο χρόνια από αυτά τα μέτρα. Και να απαιτήσουμε το αυτονόητο: όταν το κράτος μας απαγορεύει να δουλέψουμε, καθ΄ ολοκληρίαν ή εν μέρει, πρέπει να είναι και έτοιμο να μας αποζημιώσει για τις απώλειες εσόδων που αυτή η απαγόρευση προκαλεί.

Η απώλεια εσόδων μίας επιχείρησης δεν είναι ένα αφηρημένο ή μεταφυσικό μέγεθος. Είναι ένα μέγεθος πολύ συγκεκριμένο και απολύτως μετρήσιμο. Ο κάθε μήνας ολικών ή μερικών απαγορεύσεων, μπορεί πανεύκολα να συγκριθεί με τον προ πανδημίας αντίστοιχο μήνα, και να προκύψει το ποσό της απώλειας. Ως εκ τούτου η όλη κουβέντα περί αποζημιώσεων, θα έπρεπε αυτονόητα να περιστρέφεται γύρω από το ποιο ποσοστό αυτής της απώλειας, θα πρέπει να επιστρέψει το κράτος στις επιχειρήσεις των οποίων την εργασία απαγορεύει. Με ένα επίσης ευκόλως κατανοητό δεδομένο, ότι δηλαδή οποιαδήποτε αποζημίωση της απώλειας σε ποσοστά κάτω του 50% δεν μπορεί να καταστήσει τις πληττόμενες επιχειρήσεις βιώσιμες.

Αντ’ αυτού, τα τελευταία δύο χρόνια έχουμε να αντιμετωπίσουμε περίεργους αλγόριθμους, οι οποίοι σχεδόν κληρώνουν το ποιες επιχειρήσεις θα λάβουν κάποια επιστρεπτέα προκαταβολή, η οποία θα πρέπει να επιστραφεί σε ένα ποσοστό, που αποτελεί αντικείμενο παζαρέματος. Πολυδιαφημισμένα πακέτα ΕΣΠΑ, που με στόμφο τηλεπωλητού παρουσίαζε ο υπουργός ως “τα μεγαλύτερα κλαδικά πακέτα ενίσχυσης στην ιστορία” (της άνθρωπότητας ή της Ελλάδος, ασαφές…), τα οποία τελικά κατέληξαν να αφορούν μόλις στο 27% των επιχειρήσεων εστίασης. Αυξομειούμενα ποσοστά επιδότησης ενοικίων, με κριτήρια αγνώστου λογικής. Αναστολές καταβολής οφειλών, τόσο όσο να μην δυσαρεστηθούν οι πάντοτε και πανταχού παρόντες δανειστές της χώρας. Για να καταλήξουμε στην κοροϊδία των τελευταίων μέτρων “στήριξης”, με βάση τα οποία δεκάδες χιλιάδες επιχειρήσεις που είδαν στους μήνες των γιορτών μείωση τζίρου της τάξεως του 80%, θα αποζημιωθούν με… τη δυνατότητα να βγάλουν έναν υπάλληλό τους σε αναστολή για 14 μέρες!

Η πρωτοφανής συμμετοχή (95%) των επαγγελματιών της εστίασης στην πανελλαδική απεργία της 16ης Νοεμβρίου, οδήγησε την κυβέρνηση σε μία επίσης πρωτοφανή “ανταπόκριση”: απέρριψε πλήρως το σύνολο των αιτημάτων τους. Τώρα το μπαλάκι βρίσκεται στους συλλόγους, τα σωματεία και τις ομοσπονδίες της εστίασης. Θα μείνουν με σταυρωμένα τα χέρια μπροστά στην προκλητική αδιαφορία και την απαξίωση, με την οποία απαντάει η κυβέρνηση στα αιτήματα του κλάδου; Διότι, εκτός από το μέγεθος της καταστροφής μας, τώρα θα κριθεί και το κατά πόσον είμαστε άξιοι της μοίρας μας.

*Δημοσιογράφου – Επαγγελματία της εστίασης – Εκπροσώπου Τύπου της Δημοκρατικής Αναγέννησης

Scroll to Top