Μπορούμε να κρυβόμαστε πίσω από διαφόρων λογιών μπερντέδες αλλά η αλήθεια είναι ότι η Πατρίδα μας βιώνει τα επίχειρα ενός ακήρυκτου και ασύμμετρου πολέμου.
Κι είναι μετρήσιμες και κλιμακούμενες οι απώλειες αυτού του καινοφανούς πολέμου. Δεν αναφερόμαστε μόνο στις εκατοντάδες χιλιάδες νέων που δεν τους χώρεσε ο τόπος μας, αν και την απώλειά τους ήδη την νοιώθουμε στην ήδη γερασμένη χώρα μας. Αναφερόμαστε, κυρίως, στους δείκτες θνησιμότητας, στους συνανθρώπους μας, δηλαδή, που πεθαίνουν πριν την ώρα τους για να βγουν τα νούμερα, τα νούμερα που, ούτως ή άλλως, ποτέ δεν βγαίνουν. Διότι −προσέξτε το αυτό− όσο μας «σώζουν» οι κομψευόμενοι θιασώτες της ρεάλ πολιτίκ −αυτοί που εκδέχονται τις σφαλιάρες για φιλοφρονήσεις− τόσο αυξάνεται το χρέος, που ακόμη και σήμερα δεν καλογνωρίζουμε ούτε από ποιους δημιουργήθηκε ούτε πώς δημιουργήθηκε ούτε πώς −παρά τον αφανισμό της μεσαίας τάξης και την διεύρυνση της εξαθλίωσης− αυγαταίνει αντί να ελαττούται.
Αλλά πέραν των αριθμών, που απ’ ότι φαίνεται είναι πάνω από τους ανθρώπους, (σας θυμίζουμε ότι η νέα κανονικότητα περιλαμβάνει ανθρώπους που λιποθυμούν από την πείνα ή ξυλιάζουν από το κρύο!) η χώρα σταδιακά μετατρέπεται σε χώρο, χώρο που ανεπαισθήτως αλλάζει χέρια, αλλάζει ιδιοκτησία. Δεν μεταβιβάζονται στα μουλωχτά μόνο οι υποδομές και η πολιτιστική της παρακαταθήκη. Από μέρα σε μέρα, φέτα-φέτα χάνεται η ίδια η χώρα και γίνεται μπανανία, περιερχόμενη στα χαρτοφυλάκια των διεθνούς πλέον βεληνεκούς κερδοσκόπων.
Επιπροσθέτως, τ’ αρπακτικά των τραπεζών (που κι αυτές έχουν περιέλθει σε αλλοδαπούς), όπου να ’ναι, βάζουν χέρι και στην ιδιωτική περιουσία των πολιτών, που μοσχοπληρώνουν το μάρμαρο των ανακεφαλαιοποιήσεων και της συνεχούς ασωτίας του τραπεζοκρατούμενου παλαιοκομματισμού. Οι πολίτες, αυτοί που στο παρελθόν σπρώχνονταν να «επενδύσουν» τις οικονομίες τους στο Χρηματιστήριο Αθηνών ή ενθαρρύνονταν να χρεωθούν για να βάλουν ένα κεραμίδι πάνω από το κεφάλι τους, αυτοί τα τελευταία χρόνια εγκαλούνται ξεδιάντροπα ως ομοτράπεζοι των παχύδερμων της εξουσίας. Μιας εξουσίας που, αντί να αναλάβει τις ευθύνες της και να πάει, αν όχι κάπου αλλού, σπίτι της−έστω−, τους ενοχοποιεί κι όχι απλώς τους προτείνει αλλά τους επιβάλλει (επικουρούμενη από τα γιουσουφάκια της μίσθαρνης δημοσιογραφίας) σαν λύση την εκ νέου προσφυγή στις Αγορές! Πέτσινη λύση βεβαίως, γιατί δεν μπορεί να είναι φιλοδοξία της χώρας ο επιπλέον δανεισμός, η επιπλέον εξάρτηση, η περαιτέρω υποτέλεια. Το καταλαβαίνουμε όλοι αυτό, εκτός από την αριστεροδεξιά κυβέρνηση και τα αριστεροδεξιά επίσης, δήθεν αντιπολιτευόμενα, δεκανίκια τους.
Αναφερόμαστε σε «αριστεροδεξιά» και δεκανίκια, διότι η χώρα, εδώ και χρόνια, δεν έχει αντιπολίτευση. Μια είναι η «πολιτική» που προτείνεται κι αυτή δεν είναι η διακονία της πόλης, αλλά ο αδιέξοδος μονόδρομος των Αγορών. Κατ’ εξακολούθηση αυτόν επιβάλουν όλοι τους κι ο σκυλοκαυγάς, γαρνιρισμένος με τους ποικιλώνυμους φερετζέδες του «δικαιωματισμού,», γίνεται με μόνη πρόφαση την διαχείριση. Έχουν ξεθωριάσει, δηλαδή, οι διαφορές κι έχουν πάει περίπατο τα όποια προσχήματα είχαν απομείνει. Στην πραγματικότητα κοκορομαχεί ο νέος δικομματισμός και τα λογής λογής παρακολουθήματά του για την ίδια ακριβώς τυραννία. Να σωθούν οι τράπεζες είναι η αδιαπραγμάτευτη προτεραιότητά τους − όχι οι νεόπτωχοι των Μνημονίων τους. Και, όντας ευρωλάγνοι και καθόλου Ευρωπαίοι, κόπτονται να μην ξεστρατίσουμε από τον ευρωμονόδρομο που μας καθήλωσε −αν θυμάστε− ο εγχώριος εκσυγχρονισμός. Η «ισχυρή Ελλάδα» της Ολυμπιακής κραιπάλης, η Ελλάδα του «Σάμινα» και της «Ρικομέξ», που πάει γραμμή μέχρι την Μάνδρα και το Μάτι, δεν είπε και δεν λέει όχι σε τίποτε. Δεν το είδαμε μόνο στο ζήτημα των Σκοπίων και στην εξωνημένη μεθόδευσή του. Το βλέπουμε στο Αιγαίο που δεν έχει σύνορα, το βλέπουμε στην Θράκη που έχει πράκτορες και στην εκτός συνόρων Ήπειρο, που έχει σφαίρες. Το βλέπουμε για δεκαετίες στην Κύπρο, εκεί που ούτε ο στρατός κατοχής ούτε το τελευταίο τείχος σε ευρωπαϊκή πρωτεύουσα σκανδαλίζουν κανενός ευρωπαϊστή την κάλπικη ευαισθησία.
Αλλά όλα αυτά μένουν εκτός συζήτησης, όπως εκτός συζήτησης μένουν η καλπονοθευτική και προσχηματική δημοκρατία, το περιβαλλοντικό ξεπάτωμα, ο δημογραφικός μαρασμός, η ερήμωση της υπαίθρου κι ο σταδιακός εποικισμός της χώρας μας, υπό την επιστασία και δικαιοδοσία ανεξέλεγκτων ΜΚΟ. Εκτός συζήτησης επίσης μένουν η υποχώρηση του κοινωνικού κράτους, η γενικευμένη ανασφάλεια, η γλωσσική αφασία κι ο αυτοκτονικός ευτελισμός της εκπαίδευσης.
Αν τώρα κάποιοι, αυταπατώμενοι, πιστεύουν ότι αυτοί που συγκεφαλαιώνουν το πρόβλημα, αποτελούν και την λύση του, δεν χρειάζεται να τους παίρνουμε στα σοβαρά. Ας αναγνωρίσουμε όμως ότι οι πρωτίστως πνευματικά χρεοκοπημένοι μέντορές τους πέτυχαν να τρομοκρατήσουν την κοινωνία και να την καθηλώσουν σε μια βολική για τους ίδιους ιδιώτευση υποσχόμενοι ότι αυτή την φορά θα τα κάνουν «λίγο καλύτερα». Πέτυχαν, δηλαδή, να παροπλίσουν τους πολίτες πειθαναγκάζοντάς τους ότι «όλοι ίδιοι είναι» κι ότι «δεν γίνεται τίποτα». Κατόρθωσαν, εντέλει, ν’ αποσύρουν τους Πολίτες από τον δημόσιο χώρο, να τους απομακρύνουν από την Πολιτική, που την υποβίβασαν σε παραδουλεύτρα αλλότριων συμφερόντων.
Ωστόσο ΔΕΝ είναι πολιτική ούτε οι κλίκες ούτε οι «τακτοποιήσεις» ημετέρων. Αυτά, όποια λεοντή κι αν ενδύονται, −μην φοβόμαστε τις λέξεις− είναι μαφίες. Και το να προκρίνεις την «λιγότερο κακή» μαφία δεν είναι επιλογή. Είναι εκβιασμός. Είναι εκβιασμός της κοινής λογικής και βιασμός της Δημοκρατίας. Μιας κατ’ επίφαση γκαλοποκρατούμενης και τηλεκρατούμενης Δημοκρατίας που, όσο κι αν επικαλείται τον Δήμο, δεν μπορεί να κρύψει την περιφρόνησή της γι’ αυτόν, για την παράδοσή του, για την περηφάνια του. Δεν αναφερόμαστε μόνο στις αμερικανονατοϊκού σχεδιασμού Πρέσπες και την ερήμην μας Συμφωνία. Ούτε στον χυδαίο υποβιβασμό μας σε «ετερόκλητο όχλο». Ούτε στην ανερμάτιστη απόδοσή μας στην νεοναζιστική ψυχανωμαλία. Αναφερόμαστε στην, εδώ και χρόνια, υποτίμηση του συλλογικού μας εαυτού. Στον εμπαιγμό των αξιών μας, στην περιφρόνηση του δημόσιου αισθήματος, στην απαξίωση όλων όσων συγκροτούν το πληθυντικό πρόσωπό μας και μας συνέχουν εθνικά και κοινωνικά αποτελώντας την ταυτότητά μας.
Και αναφερόμαστε σε αυτά δίχως ν’ αγνοούμε και δίχως να παραβλέπουμε τις πολλές παθογένειες του κοινωνικού σώματος αλλά −πώς να το κάνουμε− είναι αυτοχειριασμός την ώρα της μάχης να εγκαλείς τους εν δυνάμει συμπολεμιστές σου. Αναλογιστείτε, ετούτη την ώρα ποιον συμφέρει η ενοχοποίηση κι ο κατακερματισμός του κοινωνικού σώματος; Ως σκορποχώρι είμαστε χειραγωγήσιμοι, ως λαός όμως επικίνδυνα ανυπάκουοι στις πρακτικές εκφοβισμού κι εκμαυλισμού που μετέρχεται η κρατούσα κομματοκρατία. Γι’ αυτό άλλωστε κι ο απόδημος Ελληνισμός −αυτή η εκτός Ελλάδος Ελλάδα, που όχι σπάνια είναι δυο φορές Ελλάδα−, όντας ανεξέλεγκτη, βρίσκεται μονίμως σε καραντίνα, μικρόψυχα αποκλεισμένη από τα εδώ δρώμενα.
Η χώρα ωστόσο χρειάζεται ν’ αλλάξει ρότα. Και δεν αλλάζεις ρότα υπο-γράφοντας τα ίδια μ’ άλλες λέξεις αλλά ανακτώντας την πρωταρχική σχέση σου με τους συμπολίτες, με την πόλη με την πολιτική, την σχέση σου με την αξιοπρέπεια και την ευθύνη της μετοχής.
Και αυτή την σχέση δεν θα την διακονήσουν τα στρατεύματα του παλαιοκομματισμού. Πολύ περισσότερο δεν θα την κάνουν άλλοι για λογαριασμό μας. Αυτή την σχέση θα την υπηρετήσουν πρωταρχικώς οι απελεύθεροι της κομματοκρατίας. Αυτοί που αποκαρδιωμένοι προσώρας απέχουν από την μασκαράτα της. Διότι ΔΕΝ είναι πολιτική η θεραπεία των μικρών ή μεγάλων συμφερόντων, οι εν κρυπτώ συναλλαγές και οι στρεψοδικίες.
Το είδαμε ξεκάθαρα και στις κοινοβουλευτικές πρακτικές των τελευταίων ετών. Σε αυτές δεν υπάρχουν απλώς ζητήματα αξιοπιστίας. Είναι παντελώς αναξιόπιστοι όχι μόνον όσοι τις μετήλθαν πορευόμενοι κι εμπορευόμενοι τις θέσεις τους, αλλά κι όσοι τις ανέχθηκαν.
Αν αυτός ο καρναβαλισμός μας προσβάλλει, έχουμε καθήκον να προχωρήσουμε πέρα από επισημάνσεις και καταγγελίες. Να προχωρήσουμε, δηλαδή, στην ανασυγκρότηση του συλλογικού μας εαυτού και στην πολιτική του έκφραση.
Μέχρι τώρα αναφερθήκαμε στο τι ΔΕΝ είμαστε. Και το τι ΔΕΝ είμαστε σκιαγραφεί, αν θέλετε, αυτό που είμαστε. Αυτό όμως που θέλουμε να γίνουμε δεν μπορούμε να το περιγράψουμε επακριβώς γιατί από κοινού θα το διαμορφώσουμε. Αυτός είναι ο δικός μας τρόπος. Ο τρόπος της Πολιτικής. Διότι εμείς πιστεύουμε στην Πολιτική που δεν κανοναρχεί αλλά διαβουλεύεται, που δεν πελαγοδρομεί αλλά διαμορφώνει προτεραιότητες, που δεν ομφαλοσκοπεί αλλά αναλαμβάνει την διακινδύνευση μιας παρουσίας χωρίς εκπτώσεις. Κι επιπλέον πιστεύουμε σε μια πολιτική που υπερβαίνει την ξεπερασμένη πολιτική γεωγραφία της Αριστεράς και της Δεξιάς. Πιστεύουμε σε μια πολιτική που διακονεί την κοινότητα κι όχι τα επιμέρους τμήματά της. Πιστεύουμε σε μια πολιτική που αθροίζει και δεν διαιρεί τις δυνάμεις της κοινωνίας −αλλά και δεν ξεπλένει όσους υπονόμευσαν την κοινωνική συνοχή σταλίζοντας λύκους κι αμνούς μαζί− ακριβώς γιατί πιστεύουμε σε μια Πολιτική που υπερασπίζεται το Δημόσιο συμφέρον.
Γι’ αυτό και ΔΕΝ πιστεύουμε στο λιγότερο αλλά στο καλύτερο κράτος.
Εμείς αυτή την πολιτική διακονούμε. Και σε αυτή την πολιτική σας καλούμε. Σας καλούμε όχι απλώς να σταθείτε δίπλα μας αλλά να συναντηθούμε και να προασπίσουμε το συλλογικό μας πρόσωπο, αντλώντας από την πλούσια παρακαταθήκη αυτοοργάνωσης του κοινοτικού εαυτού μας.
Δεν πάσχουμε από μικρομεγαλισμό. Ούτε συγχέουμε αυτά που έχουμε με αυτά που θέλουμε. Ξέρουμε και πόσοι είμαστε και ποιοι είμαστε. Σπορά του βαθύριζου ελληνικού τρόπου και τόπου είμαστε. Γι’ αυτό και δεν νερώνουμε το κρασί μας. Και δεν κάνουμε πίσω όχι από στενοκεφαλιά αλλά επειδή η πολιτική μας στράτευση δεν είναι υποχρέωση αλλά καθήκον. Εμείς δεν δίνουμε λόγο στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα. Αλλού χρωστάμε. Χρωστάμε σε όσους ήρθαν, πέρασαν, θα ’ρθούνε, θα περάσουν. / Κριτές, θα μας δικάσουν / οι αγέννητοι, οι νεκροί.
Κι είναι μεγάλο το ανεξόφλητο χρέος μας. Και χρειάζεται εθελούσια συστράτευση. Κι όποιος πει ότι γίνεται δι’ αντιπροσώπου αυτή η δουλειά, ψεύδεται. Χρειάζεται αυτοπρόσωπη παρουσία, που κοντά στα συστημικά προσκόμματα πρέπει να υπερνικήσει διαψεύσεις κι εγωισμούς. Δεν πρόκειται για ταξιδάκι αναψυχής. Γνωρίζουμε πολύ καλά τις δυσκολίες. Αλλά δεν λουφάζουμε. Μας ψυχώνει ότι «τούτη την πατρίδα την έχομεν όλοι μαζί». Γι’ αυτό «είμαστε στο “εμείς” κι όχι στο “εγώ”». Κι αυτό το «εμείς» χωρά όλο τον ανέκφραστο πατριωτικό χώρο. Τον χώρο που δεν διαπραγματεύεται την εθνική ακεραιότητα, τον χώρο που προκρίνει την παραγωγική ανασυγκρότηση κι όχι την ενεχυρίαση της πατρίδας, τον χώρο που δεν παραδίδει το πολυτίμητον τζιβαϊρικόν που μας κληροδοτήθηκε όσα τάλαρα κι αν μας μοιράσουν οι λογιών λογιών επικυρίαρχοι κι οι τοποτηρητές τους. Τον χώρο που θα είναι ιστορική αστοχία ολκής να επιτρέψουμε την περαιτέρω σκύλευσή του από μωροφιλοδοξίες παραγοντίσκων, τον προπολιτικό πρωτογωνισμό ή την προοδευτική αναπηρία. Τον χώρο που μπορεί να γίνει η φωνή όσων σήμερα δεν έχουν φωνή: των ανεκπροσώπητων, των ανυπεράσπιστων, των αποκλεισμένων και των αδύναμων.