του Δημήτρη Δ. Σουφλέρη*
Πιστεύω στην Ανάσταση! Πιστεύω στην Ανάσταση του Λαζάρου, του Χριστού, την δική μας… κάποια στιγμή στο μέλλον. Αλλά σήμερα και αύριο, μέσα στις ευχές τις Αναστάσιμες, πώς να παρηγορηθώ για τα δολοφονημένα παιδιά μας;
Ναι, παιδιά μας! Δικά μου και δικά σας παιδιά, παιδιά ολόκληρης της ελληνικής κοινωνίας. Παιδιά μιας χώρας που χάθηκαν -δυστυχώς- όχι σε έναν καλό αγώνα, αλλά σε μια από πριν καταδικασμένη υπόθεση. Σε ένα έγκλημα, τόσο φτιαγμένο από την συνεχή και συνεπή συλλογική αμέλεια, όσο και έντεχνα σχεδιασμένο από την συγκροτημένη αμέλεια των επαγγελματιών ιθυνόντων του δύσμοιρου τόπου μας, που φτάνει κανείς ενώπιον υπαρξιακών ερωτημάτων δύσκολα ή και αδύνατα απαντήσιμων.
Μπορούμε να μιλάμε για δολοφονία, δηλαδή για φόνο ανθρώπων με σκοπό σχεδόν ενσυνείδητο για κάτι τέτοιο; Γιατί τι άλλο είναι το να βγει κάποιος μέσα σε μια πλατεία και να πυροβολεί δεξιά-αριστερά; Μπορεί να μην είχε στο νου του τον Κώστα, την Ελένη, τον Χ ή την Ψ που σκότωσε, αλλά ήταν σίγουρο ότι θα σκότωνε. Λοιπόν, αν αυτός ο ίδιος άνθρωπος είχε μια επιχείρηση, ας πούμε ένα τραινάκι του τρόμου στο λούνα παρκ “Η ανέμελη Α-ΡΑΣ”, που δεν δούλευε καλά, χρόνια τώρα και δεν διόρθωνε κανένα χαλασμένο εξάρτημα του όταν του το έλεγαν και του εφιστούσαν την προσοχή, όταν του έλεγαν “πώς μπορείς και βάζεις ανθρώπους μέσα, πρόσεξε δεν λειτουργεί αυτό και αυτό και αυτό, τα συστήματα που έχεις δεν αξίζουν, πρόσεξε θα γίνει κακό, θα πάρεις ψυχές στο λαιμό σου…”, λοιπόν τότε αυτός ο άνθρωπος δεν το ΄ξερε πως θα γίνει κακό; Και δεν είχε συνηθίσει βαθιά μέσα του, δεν είχε αποδεχθεί την έλευσή του;
Η απάντηση μοιάζει προφανής. Μόνο το πότε ακριβώς και σε ποιους θα κλήρωνε δεν ήξερε. Ήξερε όμως και κάτι ακόμη στα σίγουρα: ότι κάθε μέρα και ώρα που περνούσε, το κακό ερχόταν πιο κοντά και πιο βέβαια. Πάρα ταύτα συνέχιζε την λειτουργία της επιχείρησής του. Πελάτες υπήρχαν πολλοί.
Μπορεί ο άνθρωπός μας να πίστευε στην Ανάσταση. Αλλά ήξερε ακόμη ότι Ανάσταση για κάποιους που μπαίνουν στο τραινάκι του, δεν θα έρθει γρήγορα. Ήξερε ότι δεν θα βρεθούν κοντά σε φίλους και δικούς τους κάποιο Πάσχα, τούτο ή το επόμενο μικρή η διαφορά, δεν θα βαρεθούν με τα ίδια και τα ίδια, δεν θα γκρινιάξουν, δεν θα φωνάξουν, γλεντήσουν, χορέψουν ή ανοητέψουν… Γιατί για αυτούς έλαχε ο κλήρος να ΄ναι στην αντίπερα όχθη, αυτήν που δεν έχει γυρισμό και θέλει υπομονή πολύ για για την Ανάσταση…
Πώς να ευχηθεί κανείς τούτη την Άνοιξη, τούτο το Πάσχα τις μεγάλες ευχές, που αληθινές ή ψεύτικες, όμως είναι τόσο συνυφασμένες με την ζωή μας και το συλλογικό θυμικό; Σε ποια κουβέντα και σκέψη να παρηγορηθεί;
Δεν ξέρω! Τολμώ όμως να προτείνω το εξής: Ας αγαπήσουμε ακόμη πιο πολύ και ακόμη πιο βαθιά αυτά τα παιδιά μας που μεγαλοβδομαδιάτικα είχαν μνημόσυνο. Ας αγαπήσουμε όλα τα παιδιά του τόπου μας, τα γονικά μας και τους συντρόφους μας. Ας αγαπήσουμε βαθιά και ουσιαστικά φεύγοντας από το εγώ και πηγαίνοντας στο εμείς, φεύγοντας από τα κούφια λόγια και πηγαίνοντας στις πράξεις.
Ας τους υποσχεθούμε ότι όλοι θα βάλουμε λίγο το χέρι μας, όλοι θα αγωνιστούμε για να βγάλουμε το φίδι μέσα από αυτή την τρύπα, για να ξεριζώσουμε τον κακό εαυτό μέσα από τα σωθικά μας.
Το χρωστάμε στα Παιδιά μας που περιμένουν την Ανάσταση!
- Δικηγόρος.