Η Πυριτιδαποθήκη της Ανεργίας

του Μιχάλη Αϊβαλιώτη

Πολύς λόγος έγινε τελευταία για τους κακομαθημένους νέους που δεν αρπάζουν τις ευκαιρίες της άπλετα προσφερόμενης εργασίας και αργούν παρασιτικά. Η κριτική αυτή ήρθε μάλιστα στο χειρότερο δυνατό χρονισμό, με τις τιμές βασικών αγαθών στην στρατόσφαιρα και γι’ αυτό το λόγο έμοιαζε διπλά σαδιστική. Η ρητορική αυτή εναντίον των νέων ήρθε από δυο κατηγορίες ανθρώπων. Εν πρώτοις, από τους σεσημασμένους ευεργετηθέντες του περίφημου «Λεφτόδεντρου». Όταν ακούει κανείς κριτική για το «Λεφτόδεντρο» καταλαβαίνει αμέσως ότι πίσω της κρύβεται η καλοαναθρεμμένη μεσαία τάξη της εκσυγχρονιστικής «Ύστερης Μεταπολίτευσης».
Στην εκστρατεία εναντίον των νέων ακούστηκαν πολύκλαυστες αφηγήσεις για τις κακουχίες που περνούσαν κάποιοι την δεκαετία του ’80 στον χώρο της εργασίας. Ωστόσο την δεκαετία του ’80 οι ρυθμοί της εργασίας ήταν χαλαροί, τόσο χαλαροί που η εργασία τελείωνε νωρίς το μεσημέρι και επέτρεπε και σιέστα. Με τον κατώτερο μισθό ζούσε μια τετραμελής οικογένεια γιατί τα βασικά είδη και η ενέργεια ήταν φθηνά, ενώ ούτως ή άλλως το καταναλωτικό επίπεδο ήταν χαμηλότατο, αφού έλειπαν σε μεγάλο βαθμό τα ξένα προϊόντα και τα αντίστοιχα αστικά πρότυπα των δυτικών μεγαπόλεων. Ο μικροαστικός βίος καθόριζε τα μέτρα και σταθμά της ζωής με βάση την αυτάρκεια του χωριού.
Τίποτε αντίστοιχο δεν συμβαίνει σήμερα: ο νέος παραμένει οικόσιτος γιατί τα ενοίκια και οι τιμές των καταναλωτικών αγαθών δεν επιτρέπουν την οποιαδήποτε αυτονόμηση. Για μια δεκαετία και παραπάνω συνετρίβησαν βασικά εργατικά δικαιώματα, μετατρέποντας την εργασία σε ένα πεδίο αυθαιρεσίας του «Υποκειμένου Δικαίου» που έβλεπε στον πρόσωπο του εργαζόμενου πολίτη το απλό εργαλείο της «αρπακτής». Με τον εργοδότη να μοιάζει με κοτζαμπάση που θα κατευθύνει ακόμη και την ψήφο του εργαζόμενου, η επιχείρηση, στην Ελλάδα της κρίσης, σπιλώθηκε από τον ίδιο τον επιχειρηματία, χαρίζοντας στην αριστερή μεσαία τάξη απρόσμενη σωτηρία όταν αυτή βρισκόταν μαζί με την σοσιαλδημοκρατία στο κλισιοσκόπιο της συντηρητικής μικροαστικής οργής.
Κι εδώ φτάνουμε στην δεύτερη κοινωνική κατηγορία που άσκησε αντίστοιχη κριτική προς τους «τρυφηλούς» και «υπναλέους» νεανίες, από μια εντελώς δασκαλίστικη οπτική γωνία, χωρίς «γνώθι σ’ αυτόν». Επρόκειτο για συντηρητικούς Εθνολαϊκούς που δεν ανήκαν απαραιτήτως, κοινωνικά ή εισοδηματικά, στους θριαμβευτές του «Λεφτόδεντρου», αλλά παραδόξως ταυτίζονταν ασμένως με τα ένοχα άλλοθι όλων εκείνων που θεμελίωσαν ευρωπαϊκές συντάξεις και εφάπαξ και έσπρωχναν όλους τους υπόλοιπους να στηρίξουν με χαμηλούς μισθούς και κολοβά δικαιώματα τον βαθύτατο ευρωοθωμανισμό των «ισοσκελισμένων προϋπολογισμών». Υπάρχει μια μεγάλη παρεξήγηση μέσα στο μυαλό του συντηρητικού «εθνολαϊκού» σε συνάρτηση με τα δικαιώματα. Η προνομιακή διεκδίκηση δικαιωμάτων αποδείχθηκε απάνθρωπη, αλλά υπάρχουν δικαιώματα που ήταν πάντα και θα μείνουν εσαεί «αναφαίρετα».
Δεν πρόκειται να υπερβεί κανείς την αποτυχία της Μεταπολίτευσης αν αρνηθεί τα δικαιώματα που για πρώτη φορά εισήλθαν στην λογική της ελληνικής κοινωνίας κατά την διάρκειά της. Ούτε θα βρει ο συντηρητικός εθνολαϊκός και πάλι τις παλιές χριστιανικές αξίες του αν γυρίσει στο παρελθόν, στην αθλιότητα της δεκαετίας του ’50και ’60. Δυνάμει των ανωτέρω μάλιστα, διαφαίνεται σιγά σιγά η τάση να φορτωθούν τα μνημόνια στους εθνολαϊκούς και οι νεοφιλελεύθεροι να βαδίσουν προς νεοσοσιαλδημοκρατικές πολιτικές ρυθμίσεις.
Η ανεργία θα αποτελέσει τον μείζονα αντίπαλο των σύγχρονων κοινωνιών και θα πυροδοτήσει εστίες υψίστης έντασης. Δεν αρκεί να βρει κανείς στον εκρηκτικής ιδιοσυγκρασίας νέο της εποχής μας δουλειές για χαρτζιλίκι, αλλά επαγγελματική προοπτική με σοβαρά κίνητρα που θα τον κάνουν να αγαπήσει την εργατικότητα. Μόνο έτσι θα πάψει να θεωρεί τον χώρο της εργασίας ως δόκανο, εντός του οποίου θα γίνει βορά στην αυτοσχέδια μικροαστική επιχειρηματικότητα που ταλάνισε την μνημονιακή Ελλάδα.

Scroll to Top